θρομβώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → for health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Source
(1ab)
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thromvodis
|Transliteration C=thromvodis
|Beta Code=qrombw/dhs
|Beta Code=qrombw/dhs
|Definition=ες,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> θρομβοειδής, οὖρα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>4.69</span>; ἀφροί <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>702</span>; σπέρματα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>582a31</span>.</span>
|Definition=θρομβῶδες, = [[θρομβοειδής]], [[οὖρα]] Hp.''Aph.''4.69; ἀφροί S.''Tr.''702; σπέρματα [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''582a31.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1219.png Seite 1219]] ες, zu Klumpen geronnen; ἀφροί Soph. Tr. 699; σπέρματα Arist. H. A. 7, 1; Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1219.png Seite 1219]] ες, zu Klumpen geronnen; ἀφροί Soph. Tr. 699; σπέρματα Arist. H. A. 7, 1; Hippocr.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[rempli de grumeaux]], [[en grumeaux]].<br />'''Étymologie:''' [[θρόμβος]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''θρομβώδης:''' [[сгустившийся]], [[полный сгустков]] (ἀφροί Soph.; σπέρματα Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θρομβώδης''': -ες, θρομβοειδὴς, Ἱππ. Ἀφ. 1252 (ἐπὶ οὔρων) Σοφ. Τρ. 702, Ἀριστ. Ι. Ζ. 7. 1, 19.
|lstext='''θρομβώδης''': -ες, θρομβοειδὴς, Ἱππ. Ἀφ. 1252 (ἐπὶ οὔρων) Σοφ. Τρ. 702, Ἀριστ. Ι. Ζ. 7. 1, 19.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />rempli de grumeaux, en grumeaux.<br />'''Étymologie:''' [[θρόμβος]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θρομβώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), ο [[γεμάτος]] θρόμβους, πηγμένος, σε Σοφ.
|lsmtext='''θρομβώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), ο [[γεμάτος]] θρόμβους, πηγμένος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''θρομβώδης:''' сгустившийся, полный сгустков (ἀφροί Soph.; σπέρματα Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θρομβ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like clots, [[clotted]], Soph.
|mdlsjtxt=θρομβ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />like clots, [[clotted]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρομβώδης Medium diacritics: θρομβώδης Low diacritics: θρομβώδης Capitals: ΘΡΟΜΒΩΔΗΣ
Transliteration A: thrombṓdēs Transliteration B: thrombōdēs Transliteration C: thromvodis Beta Code: qrombw/dhs

English (LSJ)

θρομβῶδες, = θρομβοειδής, οὖρα Hp.Aph.4.69; ἀφροί S.Tr.702; σπέρματα Arist.HA582a31.

German (Pape)

[Seite 1219] ες, zu Klumpen geronnen; ἀφροί Soph. Tr. 699; σπέρματα Arist. H. A. 7, 1; Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
rempli de grumeaux, en grumeaux.
Étymologie: θρόμβος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

θρομβώδης: сгустившийся, полный сгустков (ἀφροί Soph.; σπέρματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θρομβώδης: -ες, θρομβοειδὴς, Ἱππ. Ἀφ. 1252 (ἐπὶ οὔρων) Σοφ. Τρ. 702, Ἀριστ. Ι. Ζ. 7. 1, 19.

Greek Monolingual

-ες (Α θρομβώδης, -ες) θρόμβος
αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες.
επίρρ...
θρομβωδώς
με θρομβώδη τρόπο.

Greek Monotonic

θρομβώδης: -ες (εἶδος), ο γεμάτος θρόμβους, πηγμένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

θρομβ-ώδης, ες εἶδος
like clots, clotted, Soph.