συνθηρατής: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synthiratis
|Transliteration C=synthiratis
|Beta Code=sunqhrath/s
|Beta Code=sunqhrath/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who joins in quest of</b>, τῶν φίλων <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>3.11.15</span>.</span>
|Definition=συνθηρατοῦ, ὁ, [[one who joins in quest of]], τῶν φίλων [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''3.11.15.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συνθηρᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος θηρεύων, τί οὐ σύ μοι ἐγένου συνθηρατὴς τῶν φίλων; Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 15.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[compagnon de chasse]].<br />'''Étymologie:''' [[συνθηράω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-θηρᾱτής -οῦ, ὁ [συνθηράω] mede-jager, jachtgenoot, met gen. obj.: τί οὖν οὐ σύ μοι... ἐγένου σ. τῶν φίλων; waarom word je niet mijn mede-jager op vrienden? Xen. Mem. 3.11.15.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon de chasse.<br />'''Étymologie:''' [[συνθηράω]].
|elrutext='''συνθηρᾱτής:''' οῦ ὁ досл. спутник по охоте, перен. помогающий искать (τῶν [[φίλων]] Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''συνθηρᾱτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που παίρνει [[μέρος]] από κοινού με άλλους στο [[κυνήγι]], <i>τινός</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''συνθηρᾱτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που παίρνει [[μέρος]] από κοινού με άλλους στο [[κυνήγι]], <i>τινός</i>, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνθηρᾱτής:''' οῦ ὁ досл. спутник по охоте, перен. помогающий искать (τῶν [[φίλων]] Xen.).
|lstext='''συνθηρᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος θηρεύων, τί οὐ σύ μοι ἐγένου συνθηρατὴς τῶν φίλων; Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 15.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-θηρᾱτής -οῦ, ὁ [συνθηράω] mede-jager, jachtgenoot, met gen. obj.: τί οὖν οὐ σύ μοι... ἐγένου σ. τῶν φίλων; waarom word je niet mijn mede-jager op vrienden? Xen. Mem. 3.11.15.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συνθηρᾱτής, οῦ, ὁ,<br />one who joins in [[quest]] of, τινός Xen. [from [[συνθηράω]]
|mdlsjtxt=συνθηρᾱτής, οῦ, ὁ,<br />one who joins in [[quest]] of, τινός Xen. [from [[συνθηράω]]
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθηρᾱτής Medium diacritics: συνθηρατής Low diacritics: συνθηρατής Capitals: ΣΥΝΘΗΡΑΤΗΣ
Transliteration A: synthēratḗs Transliteration B: synthēratēs Transliteration C: synthiratis Beta Code: sunqhrath/s

English (LSJ)

συνθηρατοῦ, ὁ, one who joins in quest of, τῶν φίλων X.Mem.3.11.15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon de chasse.
Étymologie: συνθηράω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-θηρᾱτής -οῦ, ὁ [συνθηράω] mede-jager, jachtgenoot, met gen. obj.: τί οὖν οὐ σύ μοι... ἐγένου σ. τῶν φίλων; waarom word je niet mijn mede-jager op vrienden? Xen. Mem. 3.11.15.

Russian (Dvoretsky)

συνθηρᾱτής: οῦ ὁ досл. спутник по охоте, перен. помогающий искать (τῶν φίλων Xen.).

Greek Monolingual

ὁ, Α συνθηρῶ
αυτός που κυνηγά από κοινού με κάποιον.

Greek Monotonic

συνθηρᾱτής: -οῦ, ὁ, αυτός που παίρνει μέρος από κοινού με άλλους στο κυνήγι, τινός, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνθηρᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος θηρεύων, τί οὐ σύ μοι ἐγένου συνθηρατὴς τῶν φίλων; Ξεν. Ἀπομν. 3, 11, 15.

Middle Liddell

συνθηρᾱτής, οῦ, ὁ,
one who joins in quest of, τινός Xen. [from συνθηράω