ὀψωνιασμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
(1ba)
mNo edit summary
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opsoniasmos
|Transliteration C=opsoniasmos
|Beta Code=o)ywniasmo/s
|Beta Code=o)ywniasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">furnishing with provisions</b>, <span class="bibl">Men.1050</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">supplies and pay of an army</b>, <span class="bibl">Plb.1.66.7</span>, <span class="bibl">1.69.7</span>, <span class="bibl">D.H.8.68</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[furnishing with provisions]], Men.1050.<br><span class="bld">2</span> [[supplies and pay of an army]], Plb.1.66.7, 1.69.7, D.H.8.68.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0434.png Seite 434]] ὁ, Beköstigung, Verproviantirung, Sold, Pol. 1, 66, 7. 69, 7; vgl. Lob. Phryn. 420.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0434.png Seite 434]] ὁ, [[Beköstigung]], [[Verproviantierung]], [[Sold]], Pol. 1, 66, 7. 69, 7; vgl. Lob. Phryn. 420.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> [[approvisionnement de vivres]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> solde militaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψωνιάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψωνιασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> [[снабжение продовольствием]] Men.;<br /><b class="num">2</b> [[выдача продовольственных пайков]] (в армии) Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀψωνιασμός''': ὁ, τὸ ὀψωνεῖν, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 394, [[ἔνθα]] γράφεται καὶ [[ὀψωνισμός]]. 2) αἱ ζωοτροφίαι καὶ ὁ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 66, 7., 69. 7· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Φρυνίχου, σ. 418, ἴδε σημ. Λοβεκ. ἐν σ. 420, f.
|lstext='''ὀψωνιασμός''': ὁ, τὸ ὀψωνεῖν, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 394, [[ἔνθα]] γράφεται καὶ [[ὀψωνισμός]]. 2) αἱ ζωοτροφίαι καὶ ὁ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 66, 7., 69. 7· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Φρυνίχου, σ. 418, ἴδε σημ. Λοβεκ. ἐν σ. 420, f.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> approvisionnement de vivres;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> solde militaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψωνιάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀψωνιασμός:''' ὁ, [[εξοπλισμός]] με προμήθειες τροφίμων, εφόδια και [[μισθοδοσία]] στρατεύματος, σε Πολύβ.
|lsmtext='''ὀψωνιασμός:''' ὁ, [[εξοπλισμός]] με προμήθειες τροφίμων, εφόδια και [[μισθοδοσία]] στρατεύματος, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀψωνιασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> снабжение продовольствием Men.;<br /><b class="num">2)</b> выдача продовольственных пайков (в армии) Polyb.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀψωνιασμός]], οῦ, ὁ, [from [[ὀψωνιάζω]]<br />a furnishing with provisions, the [[supplies]] and pay of an [[army]], Polyb.
|mdlsjtxt=[[ὀψωνιασμός]], οῦ, ὁ, [from [[ὀψωνιάζω]]<br />a furnishing with provisions, the [[supplies]] and pay of an [[army]], Polyb.
}}
}}

Latest revision as of 06:35, 1 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψωνιασμός Medium diacritics: ὀψωνιασμός Low diacritics: οψωνιασμός Capitals: ΟΨΩΝΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: opsōniasmós Transliteration B: opsōniasmos Transliteration C: opsoniasmos Beta Code: o)ywniasmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A furnishing with provisions, Men.1050.
2 supplies and pay of an army, Plb.1.66.7, 1.69.7, D.H.8.68.

German (Pape)

[Seite 434] ὁ, Beköstigung, Verproviantierung, Sold, Pol. 1, 66, 7. 69, 7; vgl. Lob. Phryn. 420.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 approvisionnement de vivres;
2 p. ext. solde militaire.
Étymologie: ὀψωνιάζω.

Russian (Dvoretsky)

ὀψωνιασμός:
1 снабжение продовольствием Men.;
2 выдача продовольственных пайков (в армии) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνιασμός: ὁ, τὸ ὀψωνεῖν, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 394, ἔνθα γράφεται καὶ ὀψωνισμός. 2) αἱ ζωοτροφίαι καὶ ὁ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 66, 7., 69. 7· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Φρυνίχου, σ. 418, ἴδε σημ. Λοβεκ. ἐν σ. 420, f.

Greek Monolingual

ὀψωνιασμός, ὁ (Α) οψωνιάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οψωνιάζω, προμήθεια τροφίμων
2. οι ζωοτροφές και ο μισθός του στρατεύματος.

Greek Monotonic

ὀψωνιασμός: ὁ, εξοπλισμός με προμήθειες τροφίμων, εφόδια και μισθοδοσία στρατεύματος, σε Πολύβ.

Middle Liddell

ὀψωνιασμός, οῦ, ὁ, [from ὀψωνιάζω
a furnishing with provisions, the supplies and pay of an army, Polyb.