παράδρομος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(1ba) |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paradromos | |Transliteration C=paradromos | ||
|Beta Code=para/dromos | |Beta Code=para/dromos | ||
|Definition= | |Definition=παράδρομον,<br><span class="bld">A</span> [[that may be run through]], <b class="b3">τὰ π.</b> [[spaces for getting through]], [[gaps]], [[Xenophon|X.]]''[[Cynegeticus|Cyn.]]''6.9.<br><span class="bld">II</span> [[running alongside]], θίς ''Stad.''67. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0478.png Seite 478]] nebenher, daneben, vorbeilaufend, Sp.; τὰ παράδρομα, Zwischenraum zum Vorbeigehen, Xen. Cyn. 6, 10; vgl. Poll. 5, 35. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0478.png Seite 478]] nebenher, daneben, vorbeilaufend, Sp.; τὰ παράδρομα, Zwischenraum zum Vorbeigehen, Xen. Cyn. 6, 10; vgl. Poll. 5, 35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui court auprès]], [[qui va à côté]];<br /><b>2</b> [[à côté de qui]] <i>ou</i> de quoi l'on court : τὰ παράδρομα XÉN intervalle par où le gibier pourrait s'échapper entre des filets tendus.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[δραμεῖν]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράδρομος''': -ον, ὃν δύναταί τις νὰ διαδράμῃ, τὰ παράδρομα, διαστήματα, δι’ ὧν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, ἀνοίγματα, ἱστάτω δὲ τὰ δίκτυα ἐν πᾶσι τόποις διαστήματα λιπὼν πρὸς τὰς διαδρομάς· ἃ καλεῖται παράδρομα Ξεν. Κυν. 6, 9. ΙΙ. ὁ κατὰ [[μῆκος]] τρέχων, Κλήμ. Ἀλ. 270. Μικρ. Γεωγρ. 2. 448 Gail. | |lstext='''παράδρομος''': -ον, ὃν δύναταί τις νὰ διαδράμῃ, τὰ παράδρομα, διαστήματα, δι’ ὧν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, ἀνοίγματα, ἱστάτω δὲ τὰ δίκτυα ἐν πᾶσι τόποις διαστήματα λιπὼν πρὸς τὰς διαδρομάς· ἃ καλεῖται παράδρομα Ξεν. Κυν. 6, 9. ΙΙ. ὁ κατὰ [[μῆκος]] τρέχων, Κλήμ. Ἀλ. 270. Μικρ. Γεωγρ. 2. 448 Gail. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο / [[παράδρομος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ο / [[παράδρομος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[παράδρομος]]<br />[[δρόμος]] που βρίσκεται παράλληλα σε κεντρική λεωφόρο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί να περάσει [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που απλώνεται πλάι σε [[κάτι]], αυτός που εκτείνεται [[κατά]] [[μήκος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[παράδρομα]]<br />διάμεσα διαστήματα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[παράδρομα]]<br />έξω από τον σωστό δρόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 11:49, 7 November 2024
English (LSJ)
παράδρομον,
A that may be run through, τὰ π. spaces for getting through, gaps, X.Cyn.6.9.
II running alongside, θίς Stad.67.
German (Pape)
[Seite 478] nebenher, daneben, vorbeilaufend, Sp.; τὰ παράδρομα, Zwischenraum zum Vorbeigehen, Xen. Cyn. 6, 10; vgl. Poll. 5, 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui court auprès, qui va à côté;
2 à côté de qui ou de quoi l'on court : τὰ παράδρομα XÉN intervalle par où le gibier pourrait s'échapper entre des filets tendus.
Étymologie: παρά, δραμεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
παράδρομος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ διαδράμῃ, τὰ παράδρομα, διαστήματα, δι’ ὧν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, ἀνοίγματα, ἱστάτω δὲ τὰ δίκτυα ἐν πᾶσι τόποις διαστήματα λιπὼν πρὸς τὰς διαδρομάς· ἃ καλεῖται παράδρομα Ξεν. Κυν. 6, 9. ΙΙ. ὁ κατὰ μῆκος τρέχων, Κλήμ. Ἀλ. 270. Μικρ. Γεωγρ. 2. 448 Gail.
Greek Monolingual
-ο / παράδρομος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο παράδρομος
δρόμος που βρίσκεται παράλληλα σε κεντρική λεωφόρο
αρχ.
1. αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί να περάσει κάποιος
2. αυτός που απλώνεται πλάι σε κάτι, αυτός που εκτείνεται κατά μήκος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παράδρομα
διάμεσα διαστήματα.
επίρρ...
παράδρομα
έξω από τον σωστό δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δρόμος.
Greek Monotonic
παράδρομος: -ον, αυτός που μπορεί κάποιος να τον διαβεί, παράδρομα, διαστήματα, ανοίγματα, χάσματα, σε Ξεν.
Middle Liddell
παράδρομος, ον,
that may be run through, παράδρομα gaps, Xen.