uitwerpselen: Difference between revisions
From LSJ
(nlel) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext=[[κόπρος]] | |nleltext=[[ἄποδος]], [[ἀποπάτημα]], [[ἀπόπατος]], [[ἀπόρρυσις]], [[ἀπόψυγμα]], [[ἀφόδευμα]], [[ἀφόδημα]], [[ἄφοδος]], [[ἀφόρδιον]], [[βόβλιτον]], [[βόλβιθος]], [[βόλβιτον]], [[βόλβυθον]], [[διαφόρημα]], [[διαχώρημα]], [[ἔκκρισις]], [[ἔκπατος]], [[κάκκη]], [[κόπρανα]], [[κόπρανον]], [[κοπρία]], [[κόπριον]], [[κόπρος]], [[μίνθος]], [[ὄνθος]], [[πέλεθος]], [[περίσσευμα]], [[περίσσωσις]], [[περίσσωμα]], [[περίττωμα]], [[περίττευμα]], [[περίττωσις]], [[προχώρημα]], [[σκατός]], [[σκύβαλον]], [[σκῶρ]], [[σπατίλη]], [[ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑπόστασις]], [[ὑποχώρημα]], [[ὑποχώρησις]], [[χέσμα]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:27, 17 May 2023
Dutch > Greek
ἄποδος, ἀποπάτημα, ἀπόπατος, ἀπόρρυσις, ἀπόψυγμα, ἀφόδευμα, ἀφόδημα, ἄφοδος, ἀφόρδιον, βόβλιτον, βόλβιθος, βόλβιτον, βόλβυθον, διαφόρημα, διαχώρημα, ἔκκρισις, ἔκπατος, κάκκη, κόπρανα, κόπρανον, κοπρία, κόπριον, κόπρος, μίνθος, ὄνθος, πέλεθος, περίσσευμα, περίσσωσις, περίσσωμα, περίττωμα, περίττευμα, περίττωσις, προχώρημα, σκατός, σκύβαλον, σκῶρ, σπατίλη, ἡ τῆς ξηρᾶς τροφῆς ὑπόστασις, ὑποχώρημα, ὑποχώρησις, χέσμα