Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Μηλιάς: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
m (Text replacement - "*" to "*")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Milias
|Transliteration C=Milias
|Beta Code=*mhlia/s
|Beta Code=*mhlia/s
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[Μήλιος]] <span class="bibl">11</span>, <b class="b3">μηλίς</b> (C).</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> v. [[Μήλιος]] ''ΙΙ'', [[μηλίς]] (C).
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de Mèlis.<br />'''Étymologie:''' [[Μηλίς]].<br /><span class="bld">2</span>άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de Mèlos.<br />'''Étymologie:''' [[Μῆλος]].
|btext=<span class="bld">1</span>άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de Mèlis.<br />'''Étymologie:''' [[Μηλίς]].<br /><span class="bld">2</span>άδος<br /><i>adj. f.</i><br />[[de Mèlos]].<br />'''Étymologie:''' [[Μῆλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Μηλιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η Μηλία γη, δηλ. [[είδος]] χώματος της νήσου Μήλου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ [[Μηλιάδες]]<br />α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, [[ιδίως]] της μηλιάς<br />β) οι νύμφες τών ποιμνίων<br />γ) οι νύμφες της θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν [[ἄγει]] πρὸς αὐλὰν Μηλιάδων νυμφᾱν Σπερχειοῡ τε παρ' ὄχθας», <b>Σοφ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>Ουραν</i>-<i>ιάς</i>). Ο τ. [[Μηλιάδες]] «νύμφες τών ποιμνίων» <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II), ενώ ο τ. [[Μηλιάδες]] «νύμφες της θεσσαλικής Μηλίδος» <span style="color: red;"><</span> [[Μηλίς]]].
|mltxt=[[Μηλιάς]], -[[άδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η Μηλία γη, δηλ. [[είδος]] χώματος της νήσου Μήλου<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ [[Μηλιάδες]]<br />α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, [[ιδίως]] της μηλιάς<br />β) οι νύμφες τών ποιμνίων<br />γ) οι νύμφες της θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν [[ἄγει]] πρὸς αὐλὰν Μηλιάδων νυμφᾱν Σπερχειοῦ τε παρ' ὄχθας», <b>Σοφ.</b>)·<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάς</i> ([[πρβλ]]. [[Ουρανιάς]]). Ο τ. [[Μηλιάδες]] «νύμφες τών ποιμνίων» <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II), ενώ ο τ. [[Μηλιάδες]] «νύμφες της θεσσαλικής Μηλίδος» <span style="color: red;"><</span> [[Μηλίς]]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''Μηλιάς:''' άδος ἡ [[Μῆλος]] (sc. γῆ) Мелосский край, т. е. остров Мелос Plut.
|elrutext='''Μηλιάς:''' άδος ἡ [[Μῆλος]] (''[[sc.]]'' γῆ) Мелосский край, т. е. остров Мелос Plut.
}}
}}

Latest revision as of 09:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μηλιάς Medium diacritics: Μηλιάς Low diacritics: Μηλιάς Capitals: ΜΗΛΙΑΣ
Transliteration A: Mēliás Transliteration B: Mēlias Transliteration C: Milias Beta Code: *mhlia/s

English (LSJ)

A v. Μήλιος ΙΙ, μηλίς (C).

French (Bailly abrégé)

1άδος
adj. f.
de Mèlis.
Étymologie: Μηλίς.
2άδος
adj. f.
de Mèlos.
Étymologie: Μῆλος.

Greek Monolingual

Μηλιάς, -άδος, ἡ (Α)
1. η Μηλία γη, δηλ. είδος χώματος της νήσου Μήλου
2. στον πληθ. αἱ Μηλιάδες
α) οι νύμφες τών οπωροφόρων δένδρων, ιδίως της μηλιάς
β) οι νύμφες τών ποιμνίων
γ) οι νύμφες της θεσσαλικής χώρας Μηλίδος ή Μηλίας («πατρίαν ἄγει πρὸς αὐλὰν Μηλιάδων νυμφᾱν Σπερχειοῦ τε παρ' ὄχθας», Σοφ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μῆλον (Ι) + κατάλ. -ιάς (πρβλ. Ουρανιάς). Ο τ. Μηλιάδες «νύμφες τών ποιμνίων» < μῆλον (II), ενώ ο τ. Μηλιάδες «νύμφες της θεσσαλικής Μηλίδος» < Μηλίς].

Russian (Dvoretsky)

Μηλιάς: άδος ἡ Μῆλος (sc. γῆ) Мелосский край, т. е. остров Мелос Plut.