ωδίς: Difference between revisions
Τὴν ἀρχὴν ὅ, τι καὶ λαλω̃ ὑμι̃ν (John 8:25) → Just what I have been saying to you from the very beginning
m (Text replacement - "<i>οι [[" to "οι [[") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὠδίς]], -ῑνος, ΝΜΑ, και [[ὠδίν]], -ῑνος, Α<br />(συν στον πληθ.) οι [[ωδίνες]] και <i>αἱ ὠδῑνες</i><br />οι πόνοι του τοκετού<br /><b>μσν.</b><br />[[επινόηση]], [[εφεύρεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέκνο]] που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σφοδρός]] [[πόνος]], [[οδύνη]]<br /><b>3.</b> επίπονο [[έργο]] του πνεύματος («λόγων ὠδῑνες», Iμέρ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄπτερος]] [[ὠδίς]]» — [[νεοσσός]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ὠδὶς ὄρνιθος» — το [[αβγό]] <b>(Νικ.)</b><br />γ) «ὠδὶς θαλάσσης» — η [[Αφροδίτη]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />δ) «ὠδῑνες θανάτου» — τα [[δεσμά]] του θανάτου (ΚΔ)<br />ε) «λύω τὰς | |mltxt=η / [[ὠδίς]], -ῑνος, ΝΜΑ, και [[ὠδίν]], -ῑνος, Α<br />(συν στον πληθ.) οι [[ωδίνες]] και <i>αἱ ὠδῑνες</i><br />οι πόνοι του τοκετού<br /><b>μσν.</b><br />[[επινόηση]], [[εφεύρεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέκνο]] που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σφοδρός]] [[πόνος]], [[οδύνη]]<br /><b>3.</b> επίπονο [[έργο]] του πνεύματος («λόγων ὠδῑνες», Iμέρ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ἄπτερος]] [[ὠδίς]]» — [[νεοσσός]] (<b>Ευρ.</b>)<br />β) «ὠδὶς ὄρνιθος» — το [[αβγό]] <b>(Νικ.)</b><br />γ) «ὠδὶς θαλάσσης» — η [[Αφροδίτη]] (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br />δ) «ὠδῑνες θανάτου» — τα [[δεσμά]] του θανάτου (ΚΔ)<br />ε) «λύω τὰς ὠδῖνας»<br />(για ετοιμόγεννη) [[ξεγεννώ]], ελευθερώνομαι (Ιωάνν. Χρυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. σχηματισμένη με [[επίθημα]] -<i>ιν</i>-, <i>ὠδ</i>-<i>ίς</i>, -<i>ῖν</i>-<i>ος</i> ([[πρβλ]]. <i>ἀκτ</i>-<i>ῖν</i>-<i>ος</i>, <i>δελφ</i>-<i>ῖν</i>-<i>ος</i>), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], η λ. ανάγεται στην εκτεταμένη [[βαθμίδα]] με φωνηεντισμό -<i>ω</i>- της ρίζας <i>ed</i>- «[[τρώω]]» ([[πρβλ]]. <i>ἔδω</i>, <i>ἐδ</i>-<i>ωδ</i>-<i>ή</i>). Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, η σημασιολ. [[εξέλιξη]] της ρίζας «[[τρώω]]» στη σημ. «[[πόνος]] τοκετού» φαίνεται [[προϊόν]] μεταφορικής χρήσης, [[δηλαδή]] της αντίληψης ότι οι πόνοι κατατρώνε, βασανίζουν [[ψυχή]] και [[σώμα]] (<b>βλ.</b> και λ. [[οδύνη]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:53, 6 February 2024
Greek Monolingual
η / ὠδίς, -ῑνος, ΝΜΑ, και ὠδίν, -ῑνος, Α
(συν στον πληθ.) οι ωδίνες και αἱ ὠδῑνες
οι πόνοι του τοκετού
μσν.
επινόηση, εφεύρεση
αρχ.
1. τέκνο που γεννιέται με πόνους («παῑδα, φιλτάτην ἐμοὶ ὠδῑνα», Αισχύλ.)
2. σφοδρός πόνος, οδύνη
3. επίπονο έργο του πνεύματος («λόγων ὠδῑνες», Iμέρ.)
4. φρ. α) «ἄπτερος ὠδίς» — νεοσσός (Ευρ.)
β) «ὠδὶς ὄρνιθος» — το αβγό (Νικ.)
γ) «ὠδὶς θαλάσσης» — η Αφροδίτη (Ανθ. Παλ.)
δ) «ὠδῑνες θανάτου» — τα δεσμά του θανάτου (ΚΔ)
ε) «λύω τὰς ὠδῖνας»
(για ετοιμόγεννη) ξεγεννώ, ελευθερώνομαι (Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη με επίθημα -ιν-, ὠδ-ίς, -ῖν-ος (πρβλ. ἀκτ-ῖν-ος, δελφ-ῖν-ος), αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην εκτεταμένη βαθμίδα με φωνηεντισμό -ω- της ρίζας ed- «τρώω» (πρβλ. ἔδω, ἐδ-ωδ-ή). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η σημασιολ. εξέλιξη της ρίζας «τρώω» στη σημ. «πόνος τοκετού» φαίνεται προϊόν μεταφορικής χρήσης, δηλαδή της αντίληψης ότι οι πόνοι κατατρώνε, βασανίζουν ψυχή και σώμα (βλ. και λ. οδύνη)].