γεγονός: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[γεγονός]])<br /><b>1.</b> [[κάθε]] τι που έχει ήδη γίνει<br /><b>2.</b> το [[περιστατικό]]<br /><b>3.</b> η [[πραγματικότητα]], το δεδομένο<br /><b>4.</b> [[πραγματικότητα]] που δεν επιδέχεται [[αμφισβήτηση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τετελεσμένο [[γεγονός]]», [[πράξη]] ή [[συμβάν]] το οποίο δεν [[είναι]] δυνατόν ν' αλλάξει και αναγκαστικά γίνεται δεκτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο ουδ. μτχ. παρακμ. του ρ. [[γίγνομαι]] «[[συμβαίνω]]». Η [[χρήση]] της λ. ως ουσ. ήδη από την αρχαία (Πλ. Πολιτ. 392). Εξάλλου ορισμένες φράσεις της [[νέας]] Ελληνικής με τη λ. [[γεγονός]] αποτελούν πιθ. ξενισμούς<br />π.χ. το [[γεγονός]] [[είναι]] ότι</i>... ( | |mltxt=το (AM [[γεγονός]])<br /><b>1.</b> [[κάθε]] τι που έχει ήδη γίνει<br /><b>2.</b> το [[περιστατικό]]<br /><b>3.</b> η [[πραγματικότητα]], το δεδομένο<br /><b>4.</b> [[πραγματικότητα]] που δεν επιδέχεται [[αμφισβήτηση]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «τετελεσμένο [[γεγονός]]», [[πράξη]] ή [[συμβάν]] το οποίο δεν [[είναι]] δυνατόν ν' αλλάξει και αναγκαστικά γίνεται δεκτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένο ουδ. μτχ. παρακμ. του ρ. [[γίγνομαι]] «[[συμβαίνω]]». Η [[χρήση]] της λ. ως ουσ. ήδη από την αρχαία (Πλ. Πολιτ. 392). Εξάλλου ορισμένες φράσεις της [[νέας]] Ελληνικής με τη λ. [[γεγονός]] αποτελούν πιθ. ξενισμούς<br />π.χ. το [[γεγονός]] [[είναι]] ότι</i>... ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>le fait est que</i>...), <i>εκ του γεγονότος ότι</i>... ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>du fait que</i>...), <i>επιμένει επί του γεγονότος</i> ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>il insiste sur le fait que</i>), <i>λαμβανομένου υπ</i>' <i>όψιν του γεγονότος ότι</i>... ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>compte tenu du fait</i> κ.ά.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:38, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (AM γεγονός)
1. κάθε τι που έχει ήδη γίνει
2. το περιστατικό
3. η πραγματικότητα, το δεδομένο
4. πραγματικότητα που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση
5. φρ. «τετελεσμένο γεγονός», πράξη ή συμβάν το οποίο δεν είναι δυνατόν ν' αλλάξει και αναγκαστικά γίνεται δεκτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. μτχ. παρακμ. του ρ. γίγνομαι «συμβαίνω». Η χρήση της λ. ως ουσ. ήδη από την αρχαία (Πλ. Πολιτ. 392). Εξάλλου ορισμένες φράσεις της νέας Ελληνικής με τη λ. γεγονός αποτελούν πιθ. ξενισμούς
π.χ. το γεγονός είναι ότι... (πρβλ. γαλλ. le fait est que...), εκ του γεγονότος ότι... (πρβλ. γαλλ. du fait que...), επιμένει επί του γεγονότος (πρβλ. γαλλ. il insiste sur le fait que), λαμβανομένου υπ' όψιν του γεγονότος ότι... (πρβλ. γαλλ. compte tenu du fait κ.ά.].