χαριτήσιος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
mNo edit summary
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, τ. ουδ. στον πληθ. και χαριτείσια, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Χάριτες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[χαριτήσιον]]<br />α) ευχαριστήρια [[προσφορά]]<br />β) [[επωδή]] για την [[επίτευξη]] εύνοιας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[χαριτήσια]] και <i>χαριτείσια</i><br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν τών Χαρίτων στον Ορχομενό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[χαριτήσιον]] [[ἱερόν]]» — [[ναός]] αφιερωμένος στις Χάριτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i>, [[κατά]] το [[φιλοτήσιος]].
|mltxt=-ον, τ. ουδ. στον πληθ. και χαριτείσια, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Χάριτες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[χαριτήσιον]]<br />α) ευχαριστήρια [[προσφορά]]<br />β) [[επωδή]] για την [[επίτευξη]] εύνοιας<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[χαριτήσια]] και <i>χαριτείσια</i><br />[[γιορτή]] [[προς]] τιμήν τών Χαρίτων στον Ορχομενό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[χαριτήσιον ἱερόν]]» — [[ναός]] αφιερωμένος στις Χάριτες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]], -<i>ιτος</i>, [[κατά]] το [[φιλοτήσιος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:30, 15 January 2024

Greek Monolingual

-ον, τ. ουδ. στον πληθ. και χαριτείσια, Α
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Χάριτες
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτήσιον
α) ευχαριστήρια προσφορά
β) επωδή για την επίτευξη εύνοιας
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριτήσια και χαριτείσια
γιορτή προς τιμήν τών Χαρίτων στον Ορχομενό
4. φρ. «χαριτήσιον ἱερόν» — ναός αφιερωμένος στις Χάριτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος, κατά το φιλοτήσιος.