ίππειος: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἵππειος]], -εία, -ον, στους τραγ. και [[ἵππιος]] για μετρ. λόγους) [[ίππος]]<br />αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, [[ιππικός]] (α. «[[ίππειος]] [[ορός]]» — [[ορός]] που λαμβάνεται από το [[αίμα]] του ίππου<br />β. «ίππειον [[κρέας]]» — [[κρέας]] αλόγου<br />γ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον [[αὐτοῦ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[ἵππειος]]<br />[[ονομασία]] ενός [[μήνα]] στο Θρόνιον<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύρ. όν.) το [[Ἵππειον]]<br />«τὸ [[Ἄργος]]<br />ἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῡ», <b>Ησύχ.</b> <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἱππείως</i> (Α)<br />με ιππικό τρόπο.
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἵππειος]], -εία, -ον, στους τραγ. και [[ἵππιος]] για μετρ. λόγους) [[ίππος]]<br />αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, [[ιππικός]] (α. «[[ίππειος]] [[ορός]]» — [[ορός]] που λαμβάνεται από το [[αίμα]] του ίππου<br />β. «ίππειον [[κρέας]]» — [[κρέας]] αλόγου<br />γ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον [[αὐτοῦ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἵππειος]]<br />[[ονομασία]] ενός [[μήνα]] στο Θρόνιον<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύρ. όν.) το [[Ἵππειον]]<br />«τὸ [[Ἄργος]]<br />ἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῦ», <b>Ησύχ.</b> <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἱππείως</i> (Α)<br />με ιππικό τρόπο.
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἵππειος, -εία, -ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) ίππος
αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» — ορός που λαμβάνεται από το αίμα του ίππου
β. «ίππειον κρέας» — κρέας αλόγου
γ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον αὐτοῦ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.ἵππειος
ονομασία ενός μήνα στο Θρόνιον
2. (το ουδ. ως κύρ. όν.) το Ἵππειον
«τὸ Ἄργος
ἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῦ», Ησύχ.
επίρρ...
ἱππείως (Α)
με ιππικό τρόπο.