ἵππειος

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵππειος Medium diacritics: ἵππειος Low diacritics: ίππειος Capitals: ΙΠΠΕΙΟΣ
Transliteration A: híppeios Transliteration B: hippeios Transliteration C: ippeios Beta Code: i(/ppeios

English (LSJ)

α, ον, (ἵππος)
A of a horse or horses, ζυγόν, φάτνη, Il.5.799, 10.568; κάπαι Od. 4.40; ἵ. λόφος horse-hair crest, Il.15.537; ἔντεα Pi.N.9.22; γένος, μάνδραι, S.Ant.341 (lyr.), Fr.659.3; ἔθειραι Theoc.16.81; τὸ ἵππειον [γάλα] Arist.HA522a28, Posidon. ap. Gal.19.712; κάλω ἱππείω δύο IG 12.330.19. Adv. ἱππείως Dam.Pr.58.
2 ἵππειος, ὁ (sc. μήν), name of month at Thronion, Klio16.176 (Delph.). (ἵππιος is the usual form in Trag., ἱππικός in Prose.)

German (Pape)

[Seite 1258] vom Pferde, zum Pferde gehörig; ζυγόν Il. 5, 799; φάτνη 10, 568; κάπαι Od. 4, 40; λόφος, der Helmbusch von Roßhaaren, Il. 15, 537; δίφρος, Wagen mit Rossen bespannt, Hes. Sc. 321, wie Eur. I. T. 214; ἔντεα Pind. N. 9, 22; γενύων ἱππείων χαλινοί Aesch. Spt. 115; ἱππείῳ γένει Soph. Ant. 341. Vgl. ἵππιος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui concerne les chevaux, de cheval.
Étymologie: ἵππος.

Russian (Dvoretsky)

ἵππειος:
1 конский (ζυγόν, φάτνη, λόφος Hom.; ἔντεα Pind.): ἵππειον γένος Soph. конское племя, т. е. кони; τὸ ἵππειον γάλα Arst. кобылье молоко;
2 запряженный лошадьми (δίφρος Hes., Eur.);
3 конный (ἄεθλα Pind. - v.l. ἵππια);
4 управляющий лошадьми или покровительствующий лошадям (Ποσειδῶν Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἵππειος: -α, -ον, (ἵππος) ἀνήκων εἰς ἵππον ἢ ἵππους, ζυγός, φάτνη, ὁπλή, κτλ., Ἰλ. Ε. 799, Κ. 568, κτλ.· κάπαι Ὀδ. Δ. 40 ἵππειος λόφος, ἐξ ἱππείων τριχῶν, Ἰλ. Ο. 537· - ὡσαύτως ἐν Σοφ. Ἀντ. 340, Ἀποσπ. 588· ἀλλ. οἱ Τραγ. προτιμῶσι τὸν τύπον ἵππιος, ὅπερ ἐκ διορθώσεως χάριν τοῦ μέτρου ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 122· τὸ ἵππειον γάλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 13· ἀλλ’ ὁ συνήθης παρὰ πεζολόγοις τύπος εἶναι ἱππικός. ΙΙ. «ἵππειος δρόμος· τετραστάδιός τις» Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

of horses, horse-; λόφος, horse-hair plume.

English (Slater)

ἵππειος v. ἵππιος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἵππειος, -εία, -ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) ίππος
αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» — ορός που λαμβάνεται από το αίμα του ίππου
β. «ίππειον κρέας» — κρέας αλόγου
γ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον αὐτοῦ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.ἵππειος
ονομασία ενός μήνα στο Θρόνιον
2. (το ουδ. ως κύρ. όν.) το Ἵππειον
«τὸ Ἄργος
ἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῦ», Ησύχ.
επίρρ...
ἱππείως (Α)
με ιππικό τρόπο.

Greek Monotonic

ἵππειος: -α, -ον (ἵππος), αυτός που ανήκει σε άλογο ή άλογα, σε Όμηρ., Σοφ.· ἵππειος λόφος, λοφίο από αλογότριχες, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἵππειος, η, ον ἵππος
of a horse or horses, Hom., Soph.; ἵππ. λόφος a horse-hair crest, Il.