ίππειος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἵππειος]], -εία, -ον, στους τραγ. και [[ἵππιος]] για μετρ. λόγους) [[ίππος]]<br />αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, [[ιππικός]] (α. «[[ίππειος]] [[ορός]]» — [[ορός]] που λαμβάνεται από το [[αίμα]] του ίππου<br />β. «ίππειον [[κρέας]]» — [[κρέας]] αλόγου<br />γ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον [[αὐτοῦ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἵππειος]]<br />[[ονομασία]] ενός [[μήνα]] στο Θρόνιον<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύρ. όν.) το [[Ἵππειον]]<br />«τὸ [[Ἄργος]]<br />ἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῡ», <b>Ησύχ.</b> <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἱππείως</i> (Α)<br />με ιππικό τρόπο.
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἵππειος]], -εία, -ον, στους τραγ. και [[ἵππιος]] για μετρ. λόγους) [[ίππος]]<br />αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, [[ιππικός]] (α. «[[ίππειος]] [[ορός]]» — [[ορός]] που λαμβάνεται από το [[αίμα]] του ίππου<br />β. «ίππειον [[κρέας]]» — [[κρέας]] αλόγου<br />γ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον [[αὐτοῦ]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἵππειος]]<br />[[ονομασία]] ενός [[μήνα]] στο Θρόνιον<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύρ. όν.) το [[Ἵππειον]]<br />«τὸ [[Ἄργος]]<br />ἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῦ», <b>Ησύχ.</b> <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἱππείως</i> (Α)<br />με ιππικό τρόπο.
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἵππειος, -εία, -ον, στους τραγ. και ἵππιος για μετρ. λόγους) ίππος
αυτός που ανήκει σε ίππους ή σε ίππο ή προέρχεται από ίππο, ιππικός (α. «ίππειος ορός» — ορός που λαμβάνεται από το αίμα του ίππου
β. «ίππειον κρέας» — κρέας αλόγου
γ. «'ρῆξε δ' ἀφ' ἵππειον λόφον αὐτοῦ», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ.ἵππειος
ονομασία ενός μήνα στο Θρόνιον
2. (το ουδ. ως κύρ. όν.) το Ἵππειον
«τὸ Ἄργος
ἀπὸ Ἵππης τῆς Δαναοῦ», Ησύχ.
επίρρ...
ἱππείως (Α)
με ιππικό τρόπο.