ἄρθρωσις: Difference between revisions
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
m (Text replacement - "(Beta Code)(.*?\n\|Definition.*?)(connexion)" to "\1\2connection") |
mNo edit summary |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arthrosis | |Transliteration C=arthrosis | ||
|Beta Code=a)/rqrwsis | |Beta Code=a)/rqrwsis | ||
|Definition= | |Definition=ἀρθρώσεως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[jointing]], [[compact connection]], prob. in Str.2.1.30, cf. Ph.2.408.<br><span class="bld">2</span> [[articulation]], of [[speech]], Phld.''D.'' 3.14, cf. ''Po.''994.6. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=ἀρθρώσεως, ἡ<br />[[articulación]] ἀρθρώσει τινὶ καὶ τύπῳ σημειώδει Str.2.1.30, ref. a la voz ἐκ τῆς ἀρθρώσεως Phld.<i>Po</i>.A 6.10, κατὰ τὰς ἀρθρώσεις Phld.<i>D</i>.3.14.11<br /><b class="num">•</b>fig. ἄρθρωσις [[λογική]] Ph.2.408. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0350.png Seite 350]] ἡ, Vergliederung, Strab. nach Cor. Emend. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0350.png Seite 350]] ἡ, [[Vergliederung]], Strab. nach Cor. Emend. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=η (AM [[ἄρθρωσις]]) [[αρθρώνω]]<br />σφιχτή [[σύνδεση]], [[συναρμογή]] των [[μερών]] συνόλου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συναρμογή]] των οστών για σχηματισμό του σκελετού, [[κλείδωση]]<br /><b>2.</b> [[συνένωση]] φθόγγων με ορισμένη [[σειρά]] για [[δημιουργία]] έναρθρου λόγου. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:53, 9 September 2024
English (LSJ)
ἀρθρώσεως, ἡ,
A jointing, compact connection, prob. in Str.2.1.30, cf. Ph.2.408.
2 articulation, of speech, Phld.D. 3.14, cf. Po.994.6.
Spanish (DGE)
ἀρθρώσεως, ἡ
articulación ἀρθρώσει τινὶ καὶ τύπῳ σημειώδει Str.2.1.30, ref. a la voz ἐκ τῆς ἀρθρώσεως Phld.Po.A 6.10, κατὰ τὰς ἀρθρώσεις Phld.D.3.14.11
•fig. ἄρθρωσις λογική Ph.2.408.
German (Pape)
[Seite 350] ἡ, Vergliederung, Strab. nach Cor. Emend.
Greek Monolingual
η (AM ἄρθρωσις) αρθρώνω
σφιχτή σύνδεση, συναρμογή των μερών συνόλου
νεοελλ.
1. συναρμογή των οστών για σχηματισμό του σκελετού, κλείδωση
2. συνένωση φθόγγων με ορισμένη σειρά για δημιουργία έναρθρου λόγου.