εξασφαλίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐξασφαλίζω]]) [[ασφαλίζω]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] ασφαλή, [[κατοχυρώνω]]<br />(«ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ' αὐτόν», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> [[επιδιώκω]] ή [[κατορθώνω]] να προφυλάξω [[κάτι]] που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με [[υποθήκη]]»)<br /><b>3.</b> (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το [[μέλλον]] μου («[[είμαι]] εξασφαλισμένος», «έχω εξασφαλιστεί»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[προφυλάσσω]] από [[βλάβη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εμποδίζω]] («ἐξασφαλιζόμενος αὐτὸν τοῦ μὴ δῆσαι | |mltxt=(AM [[ἐξασφαλίζω]]) [[ασφαλίζω]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] ασφαλή, [[κατοχυρώνω]]<br />(«ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ' αὐτόν», Φιλόδ.)<br /><b>2.</b> [[επιδιώκω]] ή [[κατορθώνω]] να προφυλάξω [[κάτι]] που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με [[υποθήκη]]»)<br /><b>3.</b> (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το [[μέλλον]] μου («[[είμαι]] εξασφαλισμένος», «έχω εξασφαλιστεί»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[προφυλάσσω]] από [[βλάβη]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εμποδίζω]] («ἐξασφαλιζόμενος αὐτὸν τοῦ μὴ δῆσαι χεῖρας εἰς ἕτερον βαρβάτην», Κων. Πορφυρογ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:10, 8 May 2022
Greek Monolingual
(AM ἐξασφαλίζω) ασφαλίζω
1. καθιστώ ασφαλή, κατοχυρώνω
(«ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ' αὐτόν», Φιλόδ.)
2. επιδιώκω ή κατορθώνω να προφυλάξω κάτι που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με υποθήκη»)
3. (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το μέλλον μου («είμαι εξασφαλισμένος», «έχω εξασφαλιστεί»)
μσν.- νεοελλ.
προφυλάσσω από βλάβη
μσν.
εμποδίζω («ἐξασφαλιζόμενος αὐτὸν τοῦ μὴ δῆσαι χεῖρας εἰς ἕτερον βαρβάτην», Κων. Πορφυρογ.).