επιχρίω: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιχρίω]])<br /><b>1.</b> [[απλώνω]] ρευστή ή μαλακή [[ουσία]] και [[καλύπτω]] μια [[επιφάνεια]] (α. «ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῡ», ΚΔ<br />β. «[[τόξον]] ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ»)<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] τοίχο, [[στέγη]] κ.λπ. με ασβεστοκονίαμα ή [[άλλο]] υλικό, [[σοβαντίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επαλείφω]] με [[μύρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρίω]] «[[αλείφω]]»].
|mltxt=(AM [[ἐπιχρίω]])<br /><b>1.</b> [[απλώνω]] ρευστή ή μαλακή [[ουσία]] και [[καλύπτω]] μια [[επιφάνεια]] (α. «ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ», ΚΔ<br />β. «[[τόξον]] ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ»)<br /><b>2.</b> [[καλύπτω]] τοίχο, [[στέγη]] κ.λπ. με ασβεστοκονίαμα ή [[άλλο]] υλικό, [[σοβαντίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[επαλείφω]] με [[μύρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρίω]] «[[αλείφω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

(AM ἐπιχρίω)
1. απλώνω ρευστή ή μαλακή ουσία και καλύπτω μια επιφάνεια (α. «ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ», ΚΔ
β. «τόξον ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ»)
2. καλύπτω τοίχο, στέγη κ.λπ. με ασβεστοκονίαμα ή άλλο υλικό, σοβαντίζω
αρχ.
επαλείφω με μύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρίω «αλείφω»].