λιπαρώ: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=λιπαρῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[αντιστέκομαι]] επίμονα, [[επιμένω]], [[εμμένω]] («λιπαρήσωμεν οὕτω, [[ὅκως]] ἂν ἔχωμεν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]] με [[επιμονή]], [[γίνομαι]] [[φορτικός]] με τα παρακάλια μου<br /><b>3.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον θερμά να κάνει [[κάτι]] (α. «λιπαρήσω τὸν μέγαν στυγούμενον... λῡσαί με δεσμῶν τῶνδε», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῑς τυχεῑν;», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[καταλιπαρώ]]].
|mltxt=λιπαρῶ, -έω (Α)<br /><b>1.</b> [[αντιστέκομαι]] επίμονα, [[επιμένω]], [[εμμένω]] («λιπαρήσωμεν οὕτω, [[ὅκως]] ἂν ἔχωμεν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παρακαλώ]], [[ικετεύω]] με [[επιμονή]], [[γίνομαι]] [[φορτικός]] με τα παρακάλια μου<br /><b>3.</b> [[παρακαλώ]] κάποιον θερμά να κάνει [[κάτι]] (α. «λιπαρήσω τὸν μέγαν στυγούμενον... λῡσαί με δεσμῶν τῶνδε», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῖς τυχεῖν;», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. [[καταλιπαρώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 13 October 2022

Greek Monolingual

λιπαρῶ, -έω (Α)
1. αντιστέκομαι επίμονα, επιμένω, εμμένω («λιπαρήσωμεν οὕτω, ὅκως ἂν ἔχωμεν», Ηρόδ.)
2. παρακαλώ, ικετεύω με επιμονή, γίνομαι φορτικός με τα παρακάλια μου
3. παρακαλώ κάποιον θερμά να κάνει κάτι (α. «λιπαρήσω τὸν μέγαν στυγούμενον... λῡσαί με δεσμῶν τῶνδε», Αισχύλ.
β. «τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῖς τυχεῖν;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καταλιπαρώ].