λιπαρώ

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

λιπαρῶ, -έω (Α)
1. αντιστέκομαι επίμονα, επιμένω, εμμένω («λιπαρήσωμεν οὕτω, ὅκως ἂν ἔχωμεν», Ηρόδ.)
2. παρακαλώ, ικετεύω με επιμονή, γίνομαι φορτικός με τα παρακάλια μου
3. παρακαλώ κάποιον θερμά να κάνει κάτι (α. «λιπαρήσω τὸν μέγαν στυγούμενον... λῡσαί με δεσμῶν τῶνδε», Αισχύλ.
β. «τοῦ με χρείας ὧδε λιπαρεῖς τυχεῖν;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καταλιπαρώ].