παρανοώ: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έω, ΝΑ [[νοώ]]<br />[[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] εσφαλμένα, [[παρεξηγώ]], [[παρερμηνεύω]] («παρανόησε τα λεγόμενά μου»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραφρονώ]], τρελαίνομαι («ἐὰν τις αἰτιᾱται τινα παρανοοῡντα τὰ ἑαυτοῦ ἀπολλύναι», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=-έω, ΝΑ [[νοώ]]<br />[[αντιλαμβάνομαι]] [[κάτι]] εσφαλμένα, [[παρεξηγώ]], [[παρερμηνεύω]] («παρανόησε τα λεγόμενά μου»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[παραφρονώ]], τρελαίνομαι («ἐὰν τις αἰτιᾱται τινα παρανοοῦντα τὰ ἑαυτοῦ ἀπολλύναι», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 26 March 2021

Greek Monolingual

-έω, ΝΑ νοώ
αντιλαμβάνομαι κάτι εσφαλμένα, παρεξηγώ, παρερμηνεύω («παρανόησε τα λεγόμενά μου»)
αρχ.
παραφρονώ, τρελαίνομαι («ἐὰν τις αἰτιᾱται τινα παρανοοῦντα τὰ ἑαυτοῦ ἀπολλύναι», Αριστοτ.).