προσαφής: Difference between revisions
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosafis | |Transliteration C=prosafis | ||
|Beta Code=prosafh/s | |Beta Code=prosafh/s | ||
|Definition= | |Definition=προσαφές, [[touching upon]], [[in communication with]], π. [τῇ κοιλίῃ] ὁ στόμαχος Hp.''Morb.''4.56. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έρχεται σε [[επαφή]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ [[στόμαχος]] τοῦ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αφής]] (<i>ἀφή</i>), | |mltxt=-ές, Α<br />αυτός που έρχεται σε [[επαφή]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ [[στόμαχος]] τοῦ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[αφής]] (<i>ἀφή</i>), [[πρβλ]]. [[συναφής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=προσαφής -ές [προσάπτω] [[aangrenzend]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:28, 25 August 2023
English (LSJ)
προσαφές, touching upon, in communication with, π. [τῇ κοιλίῃ] ὁ στόμαχος Hp.Morb.4.56.
German (Pape)
[Seite 753] ές, daranrührend, daranstoßend, angränzend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰφής: -ές, ὁ προσαπτόμενος, ἐγγύς, πλησίον, ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος Ἱππ. 514. 38.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που έρχεται σε επαφή με κάτι άλλο («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος τοῦ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -αφής (ἀφή), πρβλ. συναφής].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσαφής -ές [προσάπτω] aangrenzend.