σηπτός: Difference between revisions

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=siptos
|Transliteration C=siptos
|Beta Code=shpto/s
|Beta Code=shpto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">converted into excrement</b>, of food, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστίν <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>762a15</span>; cf. σῆψις <span class="bibl">11</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Act., = [[shptiko/s]], [[&lt;duna/meis]]&gt;, i.e. medicines, Dsc.2.62 (δ. expressed in 3.9); φάρμακον Meges ap.<span class="bibl">Orib.44.24.10</span>.</span>
|Definition=σηπτή, σηπτόν,<br><span class="bld">A</span> [[converted into excrement]], of food, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστίν Arist.''GA''762a15; cf. [[σῆψις]] ''ΙΙ''.<br><span class="bld">II</span> Act., = [[σηπτικός]], δυνάμεις, i.e. medicines, Dsc.2.62 (δ. expressed in 3.9); φάρμακον Meges ap.Orib.44.24.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] adj. verb. von [[σήπω]], 1) verfault. – 2) akt. = [[σηπτικός]], Sp., s. [[σηπτή]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0875.png Seite 875]] adj. verb. von [[σήπω]], 1) verfault. – 2) akt. = [[σηπτικός]], Sp., s. [[σηπτή]].
}}
{{elru
|elrutext='''σηπτός:''' [adj. verb. к [[σήπω]] гнилостный, гнойный (τὸ [[περίττωμα]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σήπομαι]]<br /><b>1.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που αλλοιώνεται με τη [[σήψη]], αυτός που τελικά σαπίζει («τὸ σηπτὸν [[περίττωμα]] τοῦ πεφθέντος ἐστίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σηπτικός]] («σηπτὸν [[φάρμακον]]» — σηπτικόν [[φάρμακον]]).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σήπομαι]]<br /><b>1.</b> (για [[τροφή]]) αυτός που αλλοιώνεται με τη [[σήψη]], αυτός που τελικά σαπίζει («τὸ σηπτὸν [[περίττωμα]] τοῦ πεφθέντος ἐστίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σηπτικός]] («σηπτὸν [[φάρμακον]]» — σηπτικόν [[φάρμακον]]).
}}
{{elru
|elrutext='''σηπτός:''' [adj. verb. к [[σήπω]] гнилостный, гнойный (τὸ [[περίττωμα]] Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σηπτός Medium diacritics: σηπτός Low diacritics: σηπτός Capitals: ΣΗΠΤΟΣ
Transliteration A: sēptós Transliteration B: sēptos Transliteration C: siptos Beta Code: shpto/s

English (LSJ)

σηπτή, σηπτόν,
A converted into excrement, of food, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστίν Arist.GA762a15; cf. σῆψις ΙΙ.
II Act., = σηπτικός, δυνάμεις, i.e. medicines, Dsc.2.62 (δ. expressed in 3.9); φάρμακον Meges ap.Orib.44.24.10.

German (Pape)

[Seite 875] adj. verb. von σήπω, 1) verfault. – 2) akt. = σηπτικός, Sp., s. σηπτή.

Russian (Dvoretsky)

σηπτός: [adj. verb. к σήπω гнилостный, гнойный (τὸ περίττωμα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σηπτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ σήπω· ἐπὶ τροφῆς, τὸ σ. περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστὶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, 15· πρβλ. σῆψις ΙΙ. ΙΙ. ἐνεργ. = σηπτικός, Διοσκ. 2. 67, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α σήπομαι
1. (για τροφή) αυτός που αλλοιώνεται με τη σήψη, αυτός που τελικά σαπίζει («τὸ σηπτὸν περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστίν», Αριστοτ.)
2. σηπτικός («σηπτὸν φάρμακον» — σηπτικόν φάρμακον).