предписание: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(5) |
m (1 revision imported) |
||
(3 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πρόσταγμα]], [[σύγγραμμα]], [[δικαίωσις]], [[ἐπιστολή]], [[ἐφετμή]], [[ἐπίσκηψις]], [[ἐπικέλευσις]], [[πρόσταξις]], [[ἐπίταγμα]], [[ἐπιταγή]], [[ῥήτρα]], [[ῥήτρη]], [[τάγμα]], [[δικαίωμα]] | |rueltext=[[πρόσταγμα]], [[σύγγραμμα]], [[δικαίωσις]], [[ἐπιστολή]], [[ἐφετμή]], [[ἐπίσκηψις]], [[ἐπικέλευσις]], [[πρόσταξις]], [[ἐπίταγμα]], [[ἐπιταγή]], [[ῥήτρα]], [[ῥήτρη]], [[τάγμα]], [[δικαίωμα]], [[ἀξίωμα]], [[τὸ προσταχθέν]], [[τὸ προστεταγμένον]], [[τὸ προσταχθησόμενον]], [[προσταχθέν]], [[προστεταγμένον]], [[προσταχθησόμενον]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:24, 11 October 2024
Russian > Greek
πρόσταγμα, σύγγραμμα, δικαίωσις, ἐπιστολή, ἐφετμή, ἐπίσκηψις, ἐπικέλευσις, πρόσταξις, ἐπίταγμα, ἐπιταγή, ῥήτρα, ῥήτρη, τάγμα, δικαίωμα, ἀξίωμα, τὸ προσταχθέν, τὸ προστεταγμένον, τὸ προσταχθησόμενον, προσταχθέν, προστεταγμένον, προσταχθησόμενον