сокрушать: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[λικμάω]], [[ἀλαπάζω]], [[θραύω]], [[συνάγνυμι]], [[ταράσσω]], [[ταράττω]], [[ἀποθρύπτω]], [[ῥαχίζω]], [[χαλέπτω]], [[ῥήγνυμι]], [[ῥηγνύω]], [[ῥαίω]], [[συνθραύω]], [[διαθρύπτω]], [[ὑπολύω]], [[καταλύω]], [[κατερείπω]], [[κατερειπόω]], [[συνθρανόω]], [[διασπάω]], [[τιτρώσκω]], [[τρώω]], [[ὑπερείπω]], [[καθαιρέω]], [[καταιρέω]], [[συνθρύπτω]], [[συναλοάω]] | |rueltext=[[σκεδάννυμι]], [[κακόω]], [[ἀναιρέω]], [[λικμάω]], [[ἀλαπάζω]], [[θραύω]], [[συνάγνυμι]], [[ταράσσω]], [[ταράττω]], [[ἀποθρύπτω]], [[ῥαχίζω]], [[χαλέπτω]], [[ῥήγνυμι]], [[ῥηγνύω]], [[ῥαίω]], [[συνθραύω]], [[διαθρύπτω]], [[ὑπολύω]], [[καταλύω]], [[κατερείπω]], [[κατερειπόω]], [[συνθρανόω]], [[διασπάω]], [[τιτρώσκω]], [[τρώω]], [[ὑπερείπω]], [[καθαιρέω]], [[καταιρέω]], [[συνθρύπτω]], [[συναλοάω]], [[συναράσσω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:52, 15 October 2019
Russian > Greek
σκεδάννυμι, κακόω, ἀναιρέω, λικμάω, ἀλαπάζω, θραύω, συνάγνυμι, ταράσσω, ταράττω, ἀποθρύπτω, ῥαχίζω, χαλέπτω, ῥήγνυμι, ῥηγνύω, ῥαίω, συνθραύω, διαθρύπτω, ὑπολύω, καταλύω, κατερείπω, κατερειπόω, συνθρανόω, διασπάω, τιτρώσκω, τρώω, ὑπερείπω, καθαιρέω, καταιρέω, συνθρύπτω, συναλοάω, συναράσσω