трудиться: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[πραγματεύομαι]], [[πρηγματεύομαι]], [[ἀσχολέω]], [[ἐργάζομαι]], [[ἐργατεύομαι]], [[προσκαθέζομαι]], [[πένομαι]], [[ἐνεργάζομαι]], [[ἐπιπονέω]], [[ὑπερκάμνω]], [[ἐπιταλαιπωρέω]] | |rueltext=[[πράσσω]], [[πραγματεύομαι]], [[πρηγματεύομαι]], [[ἀσχολέω]], [[ἐργάζομαι]], [[ἐργατεύομαι]], [[προσκαθέζομαι]], [[πένομαι]], [[ἐνεργάζομαι]], [[ἐπιπονέω]], [[ὑπερκάμνω]], [[ἐπιταλαιπωρέω]], [[ἑλίσσω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:00, 15 October 2019
Russian > Greek
πράσσω, πραγματεύομαι, πρηγματεύομαι, ἀσχολέω, ἐργάζομαι, ἐργατεύομαι, προσκαθέζομαι, πένομαι, ἐνεργάζομαι, ἐπιπονέω, ὑπερκάμνω, ἐπιταλαιπωρέω, ἑλίσσω