ὑπερκάμνω
From LSJ
English (LSJ)
A suffer or labour for any one, πόλεως E.Ba.963, cf. 1A 918.
II in pf., Glossaria on ἀπεῖπεν, Sch.S.Tr.791.
German (Pape)
[Seite 1197] (s. κάμνω), übermäßig leiden oder dulden, – τινός, für Einen dulden od. arbeiten, Eur. Bacch. 961 I. A. 918.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερκαμοῦμαι, ao.2 ὑπερέκαμον, etc.
travailler ou souffrir pour, gén..
Étymologie: ὑπέρ, κάμνω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερκάμνω: трудиться или страдать за других (ὑ. τῆς πόλεως, τῶν τέκνων Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερκάμνω: πάσχω, ἢ κοπιάζω ὑπέρ τινος, Εὐρ. Βάκχ. 963, Ι. Α. 918. ΙΙ. ὑπερβαλλόντως κάμνω, δηλ. κοπιῶ, Σχόλ. εἰς Σοφ. Τραχ. 791.
Greek Monolingual
Α
1. υποβάλλομαι σε κόπους για χάρη κάποιου άλλου
2. κοπιάζω, μοχθώ πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κάμνω «κουράζομαι, καταπονούμαι, πάσχω»].
Greek Monotonic
ὑπερκάμνω: πάσχω ή κοπιάζω για, τινός, σε Ευρ.