ἐργατεύομαι

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰτεύομαι Medium diacritics: ἐργατεύομαι Low diacritics: εργατεύομαι Capitals: ΕΡΓΑΤΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: ergateúomai Transliteration B: ergateuomai Transliteration C: ergateyomai Beta Code: e)rgateu/omai

English (LSJ)

work hard, labour, LXX To.5.5, D.S.20.92:—Act., -εὺω UPZ110.102 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1020] arbeiten, D. Sic. 20, 92 u. a. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἐργατεύομαι: работать, трудиться Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἐργᾰτεύομαι: Ἀποθ., ἐργάζομαι πολύ, κοπιάζω, Διόδ. 20, 92, Ἀθαν. τ. 1, σ. 36Α, κλ.

Greek Monolingual

ἐργατεύομαι (ΑΜ
Μ και ἐργατεύω) εργάτης
εργάζομαι κοπιαστικά
μσν.
εργατεύω
1. είμαι εργάτης
2. βάζω κάποιον να δουλέψει ως εργάτης.