ἐργατεύομαι
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
work hard, labour, LXX To.5.5, D.S.20.92:—Act., -εὺω UPZ110.102 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1020] arbeiten, D. Sic. 20, 92 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐργατεύομαι: работать, трудиться Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργᾰτεύομαι: Ἀποθ., ἐργάζομαι πολύ, κοπιάζω, Διόδ. 20, 92, Ἀθαν. τ. 1, σ. 36Α, κλ.
Greek Monolingual
ἐργατεύομαι (ΑΜ
Μ και ἐργατεύω) εργάτης
εργάζομαι κοπιαστικά
μσν.
εργατεύω
1. είμαι εργάτης
2. βάζω κάποιον να δουλέψει ως εργάτης.