придавать: Difference between revisions
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[περιτίθημι]], [[ἐπανατίθημι]], [[ἐνομόργνυμαι]], [[περιάπτω]], [[περάπτω]], [[ὑποποιέω]], [[συνδίδωμι]], [[προσμερίζω]], [[προστρίβω]] | |rueltext=[[ἐντίθημι]], [[ἐπιδίδωμι]], [[περιτίθημι]], [[ἐπανατίθημι]], [[ἐνομόργνυμαι]], [[περιάπτω]], [[περάπτω]], [[ὑποποιέω]], [[συνδίδωμι]], [[προσμερίζω]], [[προστρίβω]], [[παρατίθημι]], [[ὀπάζω]], [[κοινόω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐντίθημι, ἐπιδίδωμι, περιτίθημι, ἐπανατίθημι, ἐνομόργνυμαι, περιάπτω, περάπτω, ὑποποιέω, συνδίδωμι, προσμερίζω, προστρίβω, παρατίθημι, ὀπάζω, κοινόω