перевозить: Difference between revisions
From LSJ
(ru-m-18-oct) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[συνδιαβιβάζω]] | |rueltext=[[συνδιαβιβάζω]], [[ἀνακομίζω]], [[ἀγκομίζω]], [[ὑπερβιβάζω]], [[φορτηγέω]], [[πορθμεύω]], [[διάγω]], [[διαπεραιόω]], [[διαπορεύω]], [[διακομίζω]], [[διαπορθμεύω]], [[περαιόω]], [[παρακομίζω]], [[διαπεράω]], [[διαφέρω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:04, 18 October 2019
Russian > Greek
συνδιαβιβάζω, ἀνακομίζω, ἀγκομίζω, ὑπερβιβάζω, φορτηγέω, πορθμεύω, διάγω, διαπεραιόω, διαπορεύω, διακομίζω, διαπορθμεύω, περαιόω, παρακομίζω, διαπεράω, διαφέρω