ἀτάρμυκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=atarmyktos
|Transliteration C=atarmyktos
|Beta Code=a)ta/rmuktos
|Beta Code=a)ta/rmuktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unblenching, unflinching</b>, ὄμμα <span class="bibl">Euph.124</span>; φρενὸς οἶστρος <span class="bibl">Nic.<span class="title">Al.</span>161</span>.</span>
|Definition=ἀτάρμυκτον, [[unblenching]], [[unflinching]], ὄμμα Euph.124; φρενὸς οἶστρος Nic.''Al.''161.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no teme]], [[intrépido]] ὄμμα Euph.160, ἀταρμύκτῳ φρενὸς οἴστρῳ Nic.<i>Al</i>.161, cf. Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[ταρμύσσω]]
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui ne tremble pas]], [[ferme]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ταρμύσσω]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀτάρμυκτος''': -ον, ἐπὶ ὄμματος, «ἀτάρμυκτον, τὸ ἄφοβον· [[κυρίως]] τὸ μὴ μῦον. Εὐφορίων, - ὅτι ἀτάρμυκτον τρέπον [[ὄμμα]], - παρὰ τὸ ἄτερ καὶ τὸ μύειν, τὸ ἀτενές· ἢ παρὰ τὸ [[τάρβος]] ἀταρβύηκτον, καὶ ἀτάρμυκτον· καὶ γὰρ ταρμύσσειν, τὸ φοβεῖν ὡς Λυκόφρων· σημαίνει δὲ καὶ τὸν θρασὺν» Ἐτυμ. Μ. 162, 5· γνώμα Πινδ. ΙΙ. 4. 149, ὡς ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμαννος ἀντὶ ἀτάρβακτος· πρβλ. [[ὡσαύτως]] Πόρσ. Ἐκ. 958, Βεντελ. Ὁρατ. Ὠδ. 1. 3, 18· [[οἶστρος]] Νικ. Ἀλ. 161.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀτάρμυκτος]], -ον (Α) [[ταρμύσσω]]<br />(για τα μάτια) αυτός που δεν κλείνει από φόβο, που βλέπει ατενώς.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτάρμυκτος:''' -ον, [[αμετάστρεπτος]], σε Πίνδ. (άγν. προέλ.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Deriv. [[unknown]].]<br />unwincing, [[unflinching]], Pind.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[unerschrocken]]</i>, Euphor. bei <i>EM</i>.; Nic. <i>Al</i>. 161.
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτάρμυκτος Medium diacritics: ἀτάρμυκτος Low diacritics: ατάρμυκτος Capitals: ΑΤΑΡΜΥΚΤΟΣ
Transliteration A: atármyktos Transliteration B: atarmyktos Transliteration C: atarmyktos Beta Code: a)ta/rmuktos

English (LSJ)

ἀτάρμυκτον, unblenching, unflinching, ὄμμα Euph.124; φρενὸς οἶστρος Nic.Al.161.

Spanish (DGE)

-ον
que no teme, intrépido ὄμμα Euph.160, ἀταρμύκτῳ φρενὸς οἴστρῳ Nic.Al.161, cf. Hsch.
• Etimología: v. ταρμύσσω

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne tremble pas, ferme.
Étymologie: , ταρμύσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτάρμυκτος: -ον, ἐπὶ ὄμματος, «ἀτάρμυκτον, τὸ ἄφοβον· κυρίως τὸ μὴ μῦον. Εὐφορίων, - ὅτι ἀτάρμυκτον τρέπον ὄμμα, - παρὰ τὸ ἄτερ καὶ τὸ μύειν, τὸ ἀτενές· ἢ παρὰ τὸ τάρβος ἀταρβύηκτον, καὶ ἀτάρμυκτον· καὶ γὰρ ταρμύσσειν, τὸ φοβεῖν ὡς Λυκόφρων· σημαίνει δὲ καὶ τὸν θρασὺν» Ἐτυμ. Μ. 162, 5· γνώμα Πινδ. ΙΙ. 4. 149, ὡς ἀναγινώσκει ὁ Ἕρμαννος ἀντὶ ἀτάρβακτος· πρβλ. ὡσαύτως Πόρσ. Ἐκ. 958, Βεντελ. Ὁρατ. Ὠδ. 1. 3, 18· οἶστρος Νικ. Ἀλ. 161.

Greek Monolingual

ἀτάρμυκτος, -ον (Α) ταρμύσσω
(για τα μάτια) αυτός που δεν κλείνει από φόβο, που βλέπει ατενώς.

Greek Monotonic

ἀτάρμυκτος: -ον, αμετάστρεπτος, σε Πίνδ. (άγν. προέλ.).

Middle Liddell

[Deriv. unknown.]
unwincing, unflinching, Pind.

German (Pape)

unerschrocken, Euphor. bei EM.; Nic. Al. 161.