ὀφιοῦχος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ofioychos | |Transliteration C=ofioychos | ||
|Beta Code=o)fiou=xos | |Beta Code=o)fiou=xos | ||
|Definition=ὁ, (ἔχω) the constellation < | |Definition=ὁ, ([[ἔχω]]) the constellation<br><span class="bld">A</span> [[Ophiuchus]], [[Serpentarius]], or ''Anguitenens'', Arat.76, Eudox. ap. Hipparch.1.2.7, Ptol.''Tetr.''26, etc.: —Adj. ὀφῐούχεος, ον, Arat.75,521.<br><span class="bld">II</span> a [[δαίμων]] [[who interferes with alchemists]], Olymp.Alch.p.86 B. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφιοῦχος''': ὁ (ἔχω), ὁ ἔχων, κρατῶν ὄφιν, [[ὄνομα]] ἀστερισμοῦ, Ophiuchus, Serpentarius, ἢ Anguitenens, Ἄρατ. 76, κτλ.· - ἐπίθ. ὀφιούχεος, α, ον, ὁ αὐτ. 75, 521. | |lstext='''ὀφιοῦχος''': ὁ ([[ἔχω]]), ὁ ἔχων, κρατῶν ὄφιν, [[ὄνομα]] ἀστερισμοῦ, Ophiuchus, Serpentarius, ἢ Anguitenens, Ἄρατ. 76, κτλ.· - ἐπίθ. ὀφιούχεος, α, ον, ὁ αὐτ. 75, 521. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α | |mltxt=ο (Α ὀφιοῦχος)<br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ο Οφιούχος</i><br />[[ευμεγέθης]] [[αστερισμός]] που εκτείνεται στα δύο [[σημεία]] του ουράνιου ισημερινού<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κρατά [[φίδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄφις]], -<i>ιος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (ἔχω) the constellation
A Ophiuchus, Serpentarius, or Anguitenens, Arat.76, Eudox. ap. Hipparch.1.2.7, Ptol.Tetr.26, etc.: —Adj. ὀφῐούχεος, ον, Arat.75,521.
II a δαίμων who interferes with alchemists, Olymp.Alch.p.86 B.
German (Pape)
[Seite 426] Schlangen haltend, bes. ὁ Ὀ., ein Sternbild, der Schlangenhalter, Arat. 75 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφιοῦχος: ὁ (ἔχω), ὁ ἔχων, κρατῶν ὄφιν, ὄνομα ἀστερισμοῦ, Ophiuchus, Serpentarius, ἢ Anguitenens, Ἄρατ. 76, κτλ.· - ἐπίθ. ὀφιούχεος, α, ον, ὁ αὐτ. 75, 521.
Greek Monolingual
ο (Α ὀφιοῦχος)
ως κύριο όν. ο Οφιούχος
ευμεγέθης αστερισμός που εκτείνεται στα δύο σημεία του ουράνιου ισημερινού
αρχ.
αυτός που κρατά φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -οῦχος (< ἔχω)].