ὀφιοῦχος

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφῐοῦχος Medium diacritics: ὀφιοῦχος Low diacritics: οφιούχος Capitals: ΟΦΙΟΥΧΟΣ
Transliteration A: ophioûchos Transliteration B: ophiouchos Transliteration C: ofioychos Beta Code: o)fiou=xos

English (LSJ)

ὁ, (ἔχω) the constellation
A Ophiuchus, Serpentarius, or Anguitenens, Arat.76, Eudox. ap. Hipparch.1.2.7, Ptol.Tetr.26, etc.: —Adj. ὀφῐούχεος, ον, Arat.75,521.
II a δαίμων who interferes with alchemists, Olymp.Alch.p.86 B.

German (Pape)

[Seite 426] Schlangen haltend, bes. ὁ Ὀ., ein Sternbild, der Schlangenhalter, Arat. 75 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφιοῦχος: ὁ (ἔχω), ὁ ἔχων, κρατῶν ὄφιν, ὄνομα ἀστερισμοῦ, Ophiuchus, Serpentarius, ἢ Anguitenens, Ἄρατ. 76, κτλ.· - ἐπίθ. ὀφιούχεος, α, ον, ὁ αὐτ. 75, 521.

Greek Monolingual

ο (Α ὀφιοῦχος)
ως κύριο όν. ο Οφιούχος
ευμεγέθης αστερισμός που εκτείνεται στα δύο σημεία του ουράνιου ισημερινού
αρχ.
αυτός που κρατά φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -οῦχος (< ἔχω)].