διολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diolisthano
|Transliteration C=diolisthano
|Beta Code=diolisqa/nw
|Beta Code=diolisqa/nw
|Definition=(in <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ly.</span>216d</span> codd. <b class="b3">-αίνω</b>, cf. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cont.</span>1</span>, al., <span class="bibl">Lib. <span class="title">Or.</span>11.225</span>), Ion. aor. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -ωλίσθησα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>63</span>: aor. 2 inf. διολισθεῖν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span>434</span>:—<b class="b2">slip through</b>, ὑπὸ τοὺς δακτύλους <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>40</span>; of a bone put out, ib.<span class="bibl">63</span>; <b class="b3">δ. τοὺς χρήστας</b> <b class="b2">to give</b> them <b class="b2">the slip</b>, Ar. l. c.; δ. καὶ διαδύεται ἡμᾶς Pl. l. c.; <b class="b3">ἐπ' ἄκρων δ. κυμάτων</b>, of a ship, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Dom.</span> 12</span>: abs., <b class="b2">slip away</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">Anach.</span>28</span>,<span class="bibl">29</span>; <b class="b3">δ. τὴν γλῶσσαν</b> [[slipping]] with his tongue, of one drunken, <span class="bibl">Id.<span class="title">Vit.Auct.</span>12</span>.</span>
|Definition=(in Pl.''Ly.''216d codd. -αίνω, cf. Luc.''Cont.''1, al., Lib. ''Or.''11.225), Ion. aor. -ωλίσθησα Hp.''Art.''63: aor. 2 inf. διολισθεῖν Ar.''Nu.''434:—[[slip through]], ὑπὸ τοὺς δακτύλους Hp.''Art.''40; of a bone put out, ib.63; <b class="b3">δ. τοὺς χρήστας</b> to [[give]] them [[the slip]], Ar. l. c.; δ. καὶ διαδύεται ἡμᾶς Pl. l. c.; <b class="b3">ἐπ' ἄκρων δ. κυμάτων</b>, of a ship, Luc.''Dom.'' 12: abs., [[slip away]], Id.''Anach.''28,29; <b class="b3">δ. τὴν γλῶσσαν</b> [[slipping]] with his tongue, of one drunken, Id.''Vit.Auct.''12.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''διολισθάνω''': (παρὰ μεταγεν. -αίνω, ἴδε ὀλισθαίνω)· μέλλ. -ολισθήσω· Ἰων. ἀόρ. -ωλίσθησα Ἱππ. Ἄρθρ. 829. Ὀλισθαίνω διὰ μέσου, «ξεγλιστρῶ», ὑπὸ τοὺς δακτύλους [[αὐτόθι]] 806· ἐπὶ μέλους ἐξηρθρωμένου, ὁ αὐτ. 829· δ. τινά, [[διαφεύγω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 434, Πλάτ. Λυσ. 216C· ἐπ’ [[ἄκρων]] δ. κυμάτων, ἐπὶ πλοίου, Λουκ. Οἴκ. 12· ἀπόλ., ὀλισθαίνω καὶ [[φεύγω]], ὁ αὐτ. Ἀναχ. 28. 29· δ. τὴν γλῶσσαν, πλημμελῶ, [[ἁμαρτάνω]] ἐν τοῖς λόγοις, ἐπὶ μεθύοντος, ὁ αὐτ. Βίων Πράσ. 12.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -θαίνω Pl.<i>Ly</i>.216d, Luc.<i>Cont</i>.1, Lib.<i>Or</i>.11.225, Eun.<i>VS</i> 502, Synes.<i>Insomn</i>.18<br /><b class="num">• Morfología:</b> [perf. διωλισθηκόσι Hsch.]<br /><b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[deslizarse]], [[dislocarse]] τὰ ὀστέα τὰ διολισθήσαντα Hp.<i>Art</i>.63<br /><b class="num">•</b>[[escurrirse]], [[deslizarse]] ὕδατος ... διαρρέοντος καὶ διολισθάνοντος Plu.2.1082a, cf. Chrys.M.49.108, 112, de atletas ὡς μὴ διολισθάνοιεν συμπλεκόμενοι Luc.<i>Anach</i>.29, δυσπάλαιστοί τε καὶ διολισθαίνοντες (ἀθληταί) Philostr.<i>Gym</i>.40, cf. Hdn.5.6.8, Lib.<i>Or</i>.11.225<br /><b class="num">•</b>c. gen. διολισθαίνων ... τῆς γαλήνης deslizándose por el mar tranquilo</i> Philostr.<i>Im</i>.2.16, τὰς κεφαλὰς διολισθῆσαι τοῦ βρόχου Hld.3.4.3, νηκτὸς φύσις τῶν ὑδάτων διολισθαίνουσα la naturaleza natatoria que se desliza por las aguas</i>, e.d., los peces, Gr.Naz.M.36.57D<br /><b class="num">•</b>c. giro prep., c. ὑπό: τὰ μυξώδεα ... ὑποθιγγανόμενα διολισθάνει ταχέως ὑπὸ τοὺς δακτύλους Hp.<i>Art</i>.40, c. ἐπί: τὴν δὲ ναῦν ... ἐπ' ἄκρων διολισθάνουσαν τῶν κυμάτων Luc.<i>Dom</i>.12, c. πρός: τὰ γλυκύτερα τῶν μελῶν ... πρὸς πᾶσαν ἀκοὴν ... διολισθαίνει Eun.l.c., πρὸς πτῶσιν Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.29C, c. ἐκ: οὐδενὸς ἡμῖν ἐκ τῆς μνήμης διολισθαίνοντος Synes.l.c.<br /><b class="num">•</b>fig. [[nacer]] τὰ κυόμενα ... διολισθάνειν καὶ ἐκπίπτειν ῥᾷον Ael.<i>NA</i> 12.17 (= Democr.A 152), μνηστῆς διωλίσθησε γυναικός nació (Cristo) de una mujer casada</i> Gr.Naz.M.37.547A.<br /><b class="num">2</b> fig. [[escapar a]] en sent. neg., i.e., [[quedarse sin]] c. gen. [[ἄμφω]] διολισθήσουσι τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ del alma y el cuerpo, Meth.<i>Res</i>.1.61, διολισθήσει (Χριστός) ... τοῦ Θεὸς εἶναι Didym.M.39.944A, cf. Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.616.<br /><b class="num">II</b> tr.<br /><b class="num">1</b> fig. [[escabullirse]], [[escapar a]] τοὺς χρήστας Ar.<i>Nu</i>.434, (τὸ καλόν) διολισθαίνει καὶ διαδύεται ἡμᾶς lo bello se nos escabulle y se nos escapa</i> Pl.l.c., τὰς ... ἐπιβουλάς Plb.18.15.12, τὸν παρόντα καιρόν Plb.18.37.11, (τῶν σωμάτων) διολισθανόντων ... τὰς ἐναπολήψεις καὶ περιπλοκάς escapando (los átomos) a los acoplamientos e integraciones</i> Plu.2.317a, λαγωὸς ... διολισθῆσαι τοὺς δεσμοὺς ἐθέλει Philostr.<i>Im</i>.2.17, ἄλλους (Ἔρωτας) <i>Anacreont</i>.30.<br /><b class="num">2</b> fig. τὴν γλῶτταν διολισθάνων deslizando la lengua</i>, e.d. balbuceando</i> de un borracho, Luc.<i>Vit.Auct</i>.12.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[διολισθαίνω]].
|btext=<i>att. c.</i> [[διολισθαίνω]].
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -θαίνω Pl.<i>Ly</i>.216d, Luc.<i>Cont</i>.1, Lib.<i>Or</i>.11.225, Eun.<i>VS</i> 502, Synes.<i>Insomn</i>.18<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [perf. διωλισθηκόσι Hsch.]<br /><b class="num">I</b> intr.<br /><b class="num">1</b> [[deslizarse]], [[dislocarse]] τὰ ὀστέα τὰ διολισθήσαντα Hp.<i>Art</i>.63<br /><b class="num">•</b>[[escurrirse]], [[deslizarse]] ὕδατος ... διαρρέοντος καὶ διολισθάνοντος Plu.2.1082a, cf. Chrys.M.49.108, 112, de atletas ὡς μὴ διολισθάνοιεν συμπλεκόμενοι Luc.<i>Anach</i>.29, δυσπάλαιστοί τε καὶ διολισθαίνοντες (ἀθληταί) Philostr.<i>Gym</i>.40, cf. Hdn.5.6.8, Lib.<i>Or</i>.11.225<br /><b class="num">•</b>c. gen. διολισθαίνων ... τῆς γαλήνης deslizándose por el mar tranquilo</i> Philostr.<i>Im</i>.2.16, τὰς κεφαλὰς διολισθῆσαι τοῦ βρόχου Hld.3.4.3, νηκτὸς φύσις τῶν ὑδάτων διολισθαίνουσα la naturaleza natatoria que se desliza por las aguas</i>, e.d., los peces, Gr.Naz.M.36.57D<br /><b class="num">•</b>c. giro prep., c. ὑπό: τὰ μυξώδεα ... ὑποθιγγανόμενα διολισθάνει ταχέως ὑπὸ τοὺς δακτύλους Hp.<i>Art</i>.40, c. ἐπί: τὴν δὲ ναῦν ... ἐπ' ἄκρων διολισθάνουσαν τῶν κυμάτων Luc.<i>Dom</i>.12, c. πρός: τὰ γλυκύτερα τῶν μελῶν ... πρὸς πᾶσαν ἀκοὴν ... διολισθαίνει Eun.l.c., πρὸς πτῶσιν Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.29C, c. ἐκ: οὐδενὸς ἡμῖν ἐκ τῆς μνήμης διολισθαίνοντος Synes.l.c.<br /><b class="num">•</b>fig. [[nacer]] τὰ κυόμενα ... διολισθάνειν καὶ ἐκπίπτειν ῥᾷον Ael.<i>NA</i> 12.17 (= Democr.A 152), μνηστῆς διωλίσθησε γυναικός nació (Cristo) de una mujer casada</i> Gr.Naz.M.37.547A.<br /><b class="num">2</b> fig. [[escapar a]] en sent. neg., i.e., [[quedarse sin]] c. gen. [[ἄμφω]] διολισθήσουσι τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ del alma y el cuerpo, Meth.<i>Res</i>.1.61, διολισθήσει (Χριστός) ... τοῦ Θεὸς εἶναι Didym.M.39.944A, cf. Gr.Nyss.<i>Eun</i>.1.616.<br /><b class="num">II</b> tr.<br /><b class="num">1</b> fig. [[escabullirse]], [[escapar a]] τοὺς χρήστας Ar.<i>Nu</i>.434, (τὸ καλόν) διολισθαίνει καὶ διαδύεται ἡμᾶς lo bello se nos escabulle y se nos escapa</i> Pl.l.c., τὰς ... ἐπιβουλάς Plb.18.15.12, τὸν παρόντα καιρόν Plb.18.37.11, (τῶν σωμάτων) διολισθανόντων ... τὰς ἐναπολήψεις καὶ περιπλοκάς escapando (los átomos) a los acoplamientos e integraciones</i> Plu.2.317a, λαγωὸς ... διολισθῆσαι τοὺς δεσμοὺς ἐθέλει Philostr.<i>Im</i>.2.17, ἄλλους (Ἔρωτας) <i>Anacreont</i>.30.<br /><b class="num">2</b> fig. τὴν γλῶτταν διολισθάνων deslizando la lengua</i>, e.d. balbuceando</i> de un borracho, Luc.<i>Vit.Auct</i>.12.
|lstext='''διολισθάνω''': (παρὰ μεταγεν. -αίνω, ἴδε ὀλισθαίνω)· μέλλ. -ολισθήσω· Ἰων. ἀόρ. -ωλίσθησα Ἱππ. Ἄρθρ. 829. Ὀλισθαίνω διὰ μέσου, «ξεγλιστρῶ», ὑπὸ τοὺς δακτύλους [[αὐτόθι]] 806· ἐπὶ μέλους ἐξηρθρωμένου, ὁ αὐτ. 829· δ. τινά, [[διαφεύγω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 434, Πλάτ. Λυσ. 216C· ἐπ’ [[ἄκρων]] δ. κυμάτων, ἐπὶ πλοίου, Λουκ. Οἴκ. 12· ἀπόλ., ὀλισθαίνω καὶ [[φεύγω]], ὁ αὐτ. Ἀναχ. 28. 29· δ. τὴν γλῶσσαν, πλημμελῶ, [[ἁμαρτάνω]] ἐν τοῖς λόγοις, ἐπὶ μεθύοντος, ὁ αὐτ. Βίων Πράσ. 12.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 10:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διολισθάνω Medium diacritics: διολισθάνω Low diacritics: διολισθάνω Capitals: ΔΙΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: diolisthánō Transliteration B: diolisthanō Transliteration C: diolisthano Beta Code: diolisqa/nw

English (LSJ)

(in Pl.Ly.216d codd. -αίνω, cf. Luc.Cont.1, al., Lib. Or.11.225), Ion. aor. -ωλίσθησα Hp.Art.63: aor. 2 inf. διολισθεῖν Ar.Nu.434:—slip through, ὑπὸ τοὺς δακτύλους Hp.Art.40; of a bone put out, ib.63; δ. τοὺς χρήστας to give them the slip, Ar. l. c.; δ. καὶ διαδύεται ἡμᾶς Pl. l. c.; ἐπ' ἄκρων δ. κυμάτων, of a ship, Luc.Dom. 12: abs., slip away, Id.Anach.28,29; δ. τὴν γλῶσσαν slipping with his tongue, of one drunken, Id.Vit.Auct.12.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -θαίνω Pl.Ly.216d, Luc.Cont.1, Lib.Or.11.225, Eun.VS 502, Synes.Insomn.18
• Morfología: [perf. διωλισθηκόσι Hsch.]
I intr.
1 deslizarse, dislocarse τὰ ὀστέα τὰ διολισθήσαντα Hp.Art.63
escurrirse, deslizarse ὕδατος ... διαρρέοντος καὶ διολισθάνοντος Plu.2.1082a, cf. Chrys.M.49.108, 112, de atletas ὡς μὴ διολισθάνοιεν συμπλεκόμενοι Luc.Anach.29, δυσπάλαιστοί τε καὶ διολισθαίνοντες (ἀθληταί) Philostr.Gym.40, cf. Hdn.5.6.8, Lib.Or.11.225
c. gen. διολισθαίνων ... τῆς γαλήνης deslizándose por el mar tranquilo Philostr.Im.2.16, τὰς κεφαλὰς διολισθῆσαι τοῦ βρόχου Hld.3.4.3, νηκτὸς φύσις τῶν ὑδάτων διολισθαίνουσα la naturaleza natatoria que se desliza por las aguas, e.d., los peces, Gr.Naz.M.36.57D
c. giro prep., c. ὑπό: τὰ μυξώδεα ... ὑποθιγγανόμενα διολισθάνει ταχέως ὑπὸ τοὺς δακτύλους Hp.Art.40, c. ἐπί: τὴν δὲ ναῦν ... ἐπ' ἄκρων διολισθάνουσαν τῶν κυμάτων Luc.Dom.12, c. πρός: τὰ γλυκύτερα τῶν μελῶν ... πρὸς πᾶσαν ἀκοὴν ... διολισθαίνει Eun.l.c., πρὸς πτῶσιν Bas.Sel.Or.M.85.29C, c. ἐκ: οὐδενὸς ἡμῖν ἐκ τῆς μνήμης διολισθαίνοντος Synes.l.c.
fig. nacer τὰ κυόμενα ... διολισθάνειν καὶ ἐκπίπτειν ῥᾷον Ael.NA 12.17 (= Democr.A 152), μνηστῆς διωλίσθησε γυναικός nació (Cristo) de una mujer casada Gr.Naz.M.37.547A.
2 fig. escapar a en sent. neg., i.e., quedarse sin c. gen. ἄμφω διολισθήσουσι τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ del alma y el cuerpo, Meth.Res.1.61, διολισθήσει (Χριστός) ... τοῦ Θεὸς εἶναι Didym.M.39.944A, cf. Gr.Nyss.Eun.1.616.
II tr.
1 fig. escabullirse, escapar a τοὺς χρήστας Ar.Nu.434, (τὸ καλόν) διολισθαίνει καὶ διαδύεται ἡμᾶς lo bello se nos escabulle y se nos escapa Pl.l.c., τὰς ... ἐπιβουλάς Plb.18.15.12, τὸν παρόντα καιρόν Plb.18.37.11, (τῶν σωμάτων) διολισθανόντων ... τὰς ἐναπολήψεις καὶ περιπλοκάς escapando (los átomos) a los acoplamientos e integraciones Plu.2.317a, λαγωὸς ... διολισθῆσαι τοὺς δεσμοὺς ἐθέλει Philostr.Im.2.17, ἄλλους (Ἔρωτας) Anacreont.30.
2 fig. τὴν γλῶτταν διολισθάνων deslizando la lengua, e.d. balbuceando de un borracho, Luc.Vit.Auct.12.

French (Bailly abrégé)

att. c. διολισθαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

διολισθάνω: (παρὰ μεταγεν. -αίνω, ἴδε ὀλισθαίνω)· μέλλ. -ολισθήσω· Ἰων. ἀόρ. -ωλίσθησα Ἱππ. Ἄρθρ. 829. Ὀλισθαίνω διὰ μέσου, «ξεγλιστρῶ», ὑπὸ τοὺς δακτύλους αὐτόθι 806· ἐπὶ μέλους ἐξηρθρωμένου, ὁ αὐτ. 829· δ. τινά, διαφεύγω, Ἀριστοφ. Νεφ. 434, Πλάτ. Λυσ. 216C· ἐπ’ ἄκρων δ. κυμάτων, ἐπὶ πλοίου, Λουκ. Οἴκ. 12· ἀπόλ., ὀλισθαίνω καὶ φεύγω, ὁ αὐτ. Ἀναχ. 28. 29· δ. τὴν γλῶσσαν, πλημμελῶ, ἁμαρτάνω ἐν τοῖς λόγοις, ἐπὶ μεθύοντος, ὁ αὐτ. Βίων Πράσ. 12.

Greek Monotonic

διολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ διαμέσου, ξεγλιστρώ, με αιτ., σε Αριστοφ.· απόλ., ξεγλιστρώ και απομακρύνομαι, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. -ολισθήσω
to slip through, to give one the slip, c. acc., Ar.: absol. to slip away, Luc.