πρατικός: Difference between revisions
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pratikos | |Transliteration C=pratikos | ||
|Beta Code=pratiko/s | |Beta Code=pratiko/s | ||
|Definition= | |Definition=πρατική, πρατικόν, of or for [[selling]], only as [[substantive]], [[πρατική]], ἡ, [[tax on sales]], IG 5(1).18 ''B''12 (Sparta): [[πρατικόν]], τό, [[commission on sales]], POxy.1454.6 (ii A. D.): pl., ''Sammelb.''4425 v 13 (ii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πρατός]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[πώληση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πρατική</i><br />[[φόρος]] στις πωλήσεις<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πρατικόν</i><br />[[προμήθεια]], [[ποσοστό]] στις πωλήσεις. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[πρατός]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στην [[πώληση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ πρατική</i><br />[[φόρος]] στις πωλήσεις<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πρατικόν</i><br />[[προμήθεια]], [[ποσοστό]] στις πωλήσεις. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:48, 25 August 2023
English (LSJ)
πρατική, πρατικόν, of or for selling, only as substantive, πρατική, ἡ, tax on sales, IG 5(1).18 B12 (Sparta): πρατικόν, τό, commission on sales, POxy.1454.6 (ii A. D.): pl., Sammelb.4425 v 13 (ii A. D.).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πρατός
1. αυτός που αναφέρεται στην πώληση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρατική
φόρος στις πωλήσεις
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρατικόν
προμήθεια, ποσοστό στις πωλήσεις.