ἑδραιότης: Difference between revisions
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=edraiotis | |Transliteration C=edraiotis | ||
|Beta Code=e(draio/ths | |Beta Code=e(draio/ths | ||
|Definition=ητος, ἡ, < | |Definition=-ητος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[stability]], Corn.''ND''14, Procl.''in Prm.''p.794 S., ''in Ti.''2.49D.<br><span class="bld">II</span> [[sedentary occupation]], D.Chr.7.110. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[estabilidad]], [[firmeza]] en fil. neoplatónica τὸ πῦρ ... ἂν διεφορήθη μηδεμιᾶς μετασχὸν (τῆς γῆς) ἑδραιότητος Procl.<i>in Ti</i>.2.49.7, Τηθὺς ... τὴν ἑδραιότητα παρέχεται Procl.<i>in Cra</i>.81, cf. <i>in Prm</i>.1011, πρὸς σύμβολον τοῦ <ἐξ> ἐνδομενείας καὶ ἑδραιότητος Corn.<i>ND</i> 14, tb. en lit. crist. ἦν ποτε ἐν στάσει καὶ ἑδραιότητι τυγχάνων Tit.Bost.<i>Man</i>.M.18.1128D, c. gen. u otra determinación κατ' ἀλήθειαν Clem.Al.<i>Strom</i>.1.19.96, ἡ τῆς πίστεως ἑ. Cyr.Al.<i>Inc.Unigen</i>.686e, ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ Procop.Gaz.M.87.2064C.<br /><b class="num">2</b> [[sedentarismo]] δι' ἀργίαν τε καὶ ἑδραιότητα D.Chr.7.110. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑδραιότης''': -ητος, ἡ, [[στερεότης]], [[σταθερότης]], [[μονιμότης]], [[ἀκινησία]], Κλήμ. Ἀλ. 859· τὸ καθίσαι τῆς ἑδραιότητος [[σύμβολον]] Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 1. σ. 352D. | |lstext='''ἑδραιότης''': -ητος, ἡ, [[στερεότης]], [[σταθερότης]], [[μονιμότης]], [[ἀκινησία]], Κλήμ. Ἀλ. 859· τὸ καθίσαι τῆς ἑδραιότητος [[σύμβολον]] Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 1. σ. 352D. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
-ητος, ἡ,
A stability, Corn.ND14, Procl.in Prm.p.794 S., in Ti.2.49D.
II sedentary occupation, D.Chr.7.110.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
1 estabilidad, firmeza en fil. neoplatónica τὸ πῦρ ... ἂν διεφορήθη μηδεμιᾶς μετασχὸν (τῆς γῆς) ἑδραιότητος Procl.in Ti.2.49.7, Τηθὺς ... τὴν ἑδραιότητα παρέχεται Procl.in Cra.81, cf. in Prm.1011, πρὸς σύμβολον τοῦ <ἐξ> ἐνδομενείας καὶ ἑδραιότητος Corn.ND 14, tb. en lit. crist. ἦν ποτε ἐν στάσει καὶ ἑδραιότητι τυγχάνων Tit.Bost.Man.M.18.1128D, c. gen. u otra determinación κατ' ἀλήθειαν Clem.Al.Strom.1.19.96, ἡ τῆς πίστεως ἑ. Cyr.Al.Inc.Unigen.686e, ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ Procop.Gaz.M.87.2064C.
2 sedentarismo δι' ἀργίαν τε καὶ ἑδραιότητα D.Chr.7.110.
German (Pape)
[Seite 716] ητος, ἡ, das Festsitzen; Unveränderlichkeit, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδραιότης: -ητος, ἡ, στερεότης, σταθερότης, μονιμότης, ἀκινησία, Κλήμ. Ἀλ. 859· τὸ καθίσαι τῆς ἑδραιότητος σύμβολον Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 1. σ. 352D.