ἴσθμιος: Difference between revisions
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isthmios | |Transliteration C=isthmios | ||
|Beta Code=i)/sqmios | |Beta Code=i)/sqmios | ||
|Definition=α, ον, also ος, ον | |Definition=α, ον, also ος, ον E.''Tr.''1098 (lyr.):—of or belonging to the [[Isthmus]], [[Isthmian]], Ποτειδᾶν Pi.''O.''13.4; χθών [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''940. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de l'isthme (de Corinthe), isthmique ; τὰ [[Ἴσθμια]] ([[ἱερά]]) les jeux isthmiques.<br />'''Étymologie:''' [[ἰσθμός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἴσθμιος''': -α, -ον, Εὐρ. Τρῳ. 1098· ― ἐκ τοῦ Ἰσθμοῦ ἢ εἰς αὐτὸν ἀνήκων, [[Ἰσθμικός]], Πινδ. Ο. 13. 4, Σοφ. Ο. Τ. 940, κτλ. | |lstext='''ἴσθμιος''': -α, -ον, Εὐρ. Τρῳ. 1098· ― ἐκ τοῦ Ἰσθμοῦ ἢ εἰς αὐτὸν ἀνήκων, [[Ἰσθμικός]], Πινδ. Ο. 13. 4, Σοφ. Ο. Τ. 940, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 11:15, 18 September 2023
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον E.Tr.1098 (lyr.):—of or belonging to the Isthmus, Isthmian, Ποτειδᾶν Pi.O.13.4; χθών S.OT940.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de l'isthme (de Corinthe), isthmique ; τὰ Ἴσθμια (ἱερά) les jeux isthmiques.
Étymologie: ἰσθμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἴσθμιος: -α, -ον, Εὐρ. Τρῳ. 1098· ― ἐκ τοῦ Ἰσθμοῦ ἢ εἰς αὐτὸν ἀνήκων, Ἰσθμικός, Πινδ. Ο. 13. 4, Σοφ. Ο. Τ. 940, κτλ.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἴσθμιος, -ία, -ιον, θηλ. και ίσθμιος ισθμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ισθμό της Κορίνθου, ισθμικός
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως κύριον όν.) τὰ Ἴσθμια (ενν. ἰερά)
αγώνες που τελούνταν κάθε δύο έτη στον Ισθμό της Κορίνθου
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἴσθμια
τα μέρη που βρίσκονται στον λαιμό ή στον τράχηλο
3. το ουδ. ως ουσ. το ἴσθμιον
α) καθετί που ανήκει στον λαιμό ή στον τράχηλο, το περιδέραιο β) ο λαιμός του αμφορέα
γ) στόμιο πηγαδιού
δ) μέρος του μαχαιριού, πιθ. η λαβή
δ) κατά τον Ησύχ. στενή λωρίδα ξηράς μεταξύ δύο θαλασσών, ισθμός
ε) είδος φιάλης τών Κυπρίων με στενό λαιμό και ευρεία βάση.
Greek Monotonic
ἴσθμιος: -α, -ον ή -ος, -ον, Ισθμικός, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στον Ισθμό, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἴσθμιος, η, ον
Isthmian, Soph.