εὔφιμος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (LSJ1 replacement) |
|||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyfimos | |Transliteration C=eyfimos | ||
|Beta Code=eu)/fimos | |Beta Code=eu)/fimos | ||
|Definition= | |Definition=εὔφιμον,<br><span class="bld">A</span> [[well-bitted]], [[well-bridled]], Hdn.''Epim.''178 (hence [[εὐφιμία]], v. [[εὐκαμία]]).<br><span class="bld">II</span> [[astringent]], [[styptic]], Nic.''Al.''275. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:54, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔφιμον,
A well-bitted, well-bridled, Hdn.Epim.178 (hence εὐφιμία, v. εὐκαμία).
II astringent, styptic, Nic.Al.275.
German (Pape)
[Seite 1106] 1) sehr zusammenziehend, Nic. Al. 275. – 2) vom Pferde, dem ein Gebiß gut anzulegen ist, Hdn. epimer. 178.
Greek (Liddell-Scott)
εὔφῑμος: εὐχαλίνωτος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 178. ΙΙ. ὁ φιμῶν τῇ στύψει, στυπτικός, εὐφίμου καρπὸν μύρτου Νικ. Ἀλεξις. 275.
Greek Monolingual
εὔφιμος, -ον (Α)
1. (για άλογο) ευχαλίνωτος, που δέχεται εύκολα χαλινό
2. αυτός που σταματάει με τη στύψη, ο στυπτικός, ο αιμοστατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιμός «φίμωτρο»].