δουρικλειτός: Difference between revisions

m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dourikleitos
|Transliteration C=dourikleitos
|Beta Code=dourikleito/s
|Beta Code=dourikleito/s
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[famed for the spear]], Homeric epith. of heroes, <span class="bibl">Il.5.55</span>, <span class="bibl">Od.15.52</span>.</span>
|Definition=δουρικλειτόν, [[famed for the spear]], Homeric [[epithet]] of heroes, Il.5.55, Od.15.52.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δουρῐκλειτός) -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δορι- <i>Epic.Alex.Adesp.SHell</i>.922.9<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -οιο <i>Epic.Alex.Adesp</i>.l.c.]<br />[[famoso por su lanza]] epít. de héroes Μενέλαος <i>Il</i>.5.55, <i>Od</i>.15.52, 17.116, Hes.<i>Fr</i>.175.1, [[Διομήδης]] <i>Il</i>.11.333, Λάαγος <i>Epic.Alex.Adesp</i>.l.c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0663.png Seite 663]] <b class="b2">speerberühmt</b>; Homer [[Ἀτρείδης]] δουρικλειτὸς [[Μενέλαος]] Iliad. 5, 55. 578 Odyss. 15, 52; vgl. [[δουρικλυτός]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0663.png Seite 663]] [[speerberühmt]]; Homer [[Ἀτρείδης]] δουρικλειτὸς [[Μενέλαος]] Iliad. 5, 55. 578 Odyss. 15, 52; vgl. [[δουρικλυτός]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />fameux par sa lance, <i>càd</i> dans les combats.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[κλειτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''δουρικλειτός:''' adj. m знаменитый (своим) копьем, т. е. покрытый воинской славой Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δουρικλειτός''': -όν, παφημισμένος διὰ τὸ [[δόρυ]], Ὁμηρ. ἐπίθ, τῶν ἡρώων, Ἰλ. Ε. 55, Ὀδ. Ο. 52· -οὕτω καὶ δουρικλῠτός, όν, Ὅμ., ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 85 γράφεται δουρικλύτοις. ουχὶ -κλυτοῖς· - οὐδὲν θηλ. ἢ οὐδετ. εὑρίσκεται. - Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λ. [[τηλεκλειτός]].
|lstext='''δουρικλειτός''': -όν, παφημισμένος διὰ τὸ [[δόρυ]], Ὁμηρ. ἐπίθ, τῶν ἡρώων, Ἰλ. Ε. 55, Ὀδ. Ο. 52· -οὕτω καὶ δουρικλῠτός, όν, Ὅμ., ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 85 γράφεται δουρικλύτοις. ουχὶ -κλυτοῖς· - οὐδὲν θηλ. ἢ οὐδετ. εὑρίσκεται. - Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λ. [[τηλεκλειτός]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />fameux par sa lance, <i>càd</i> dans les combats.<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[κλειτός]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=and δουρι-[[κλυτός]]: [[renowned]] in the [[use]] of the [[spear]].
|auten=and δουρι-[[κλυτός]]: [[renowned]] in the [[use]] of the [[spear]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(δουρῐκλειτός) -όν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δορι- <i>Epic.Alex.Adesp.SHell</i>.922.9<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -οιο <i>Epic.Alex.Adesp</i>.l.c.]<br />[[famoso por su lanza]] epít. de héroes Μενέλαος <i>Il</i>.5.55, <i>Od</i>.15.52, 17.116, Hes.<i>Fr</i>.175.1, [[Διομήδης]] <i>Il</i>.11.333, Λάαγος <i>Epic.Alex.Adesp</i>.l.c.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δουρικλειτός:''' και δουρι-κλῠτός, -όν, φημισμένος για τη [[χρήση]] του [[δόρατος]], [[ξακουστός]], [[περίφημος]] [[πολεμιστής]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''δουρικλειτός:''' και δουρι-κλῠτός, -όν, φημισμένος για τη [[χρήση]] του [[δόρατος]], [[ξακουστός]], [[περίφημος]] [[πολεμιστής]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''δουρικλειτός:''' adj. m знаменитый (своим) копьем, т. е. покрытый воинской славой Hom.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<i>adj</i> <i>adj</i><br />famed for the [[spear]], Hom.
|mdlsjtxt=<i>adj</i> <i>adj</i><br />famed for the [[spear]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 11:33, 25 August 2023

English (LSJ)

δουρικλειτόν, famed for the spear, Homeric epithet of heroes, Il.5.55, Od.15.52.

Spanish (DGE)

(δουρῐκλειτός) -όν
• Alolema(s): δορι- Epic.Alex.Adesp.SHell.922.9
• Morfología: [gen. -οιο Epic.Alex.Adesp.l.c.]
famoso por su lanza epít. de héroes Μενέλαος Il.5.55, Od.15.52, 17.116, Hes.Fr.175.1, Διομήδης Il.11.333, Λάαγος Epic.Alex.Adesp.l.c.

German (Pape)

[Seite 663] speerberühmt; Homer Ἀτρείδης δουρικλειτὸς Μενέλαος Iliad. 5, 55. 578 Odyss. 15, 52; vgl. δουρικλυτός.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
fameux par sa lance, càd dans les combats.
Étymologie: δόρυ, κλειτός.

Russian (Dvoretsky)

δουρικλειτός: adj. m знаменитый (своим) копьем, т. е. покрытый воинской славой Hom.

Greek (Liddell-Scott)

δουρικλειτός: -όν, παφημισμένος διὰ τὸ δόρυ, Ὁμηρ. ἐπίθ, τῶν ἡρώων, Ἰλ. Ε. 55, Ὀδ. Ο. 52· -οὕτω καὶ δουρικλῠτός, όν, Ὅμ., ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 85 γράφεται δουρικλύτοις. ουχὶ -κλυτοῖς· - οὐδὲν θηλ. ἢ οὐδετ. εὑρίσκεται. - Πρβλ. Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λ. τηλεκλειτός.

English (Autenrieth)

and δουρι-κλυτός: renowned in the use of the spear.

Greek Monolingual

δουρικλειτός και δουρικλυτός, -ή, -όν (Α)
περίφημος, ονομαστός στο δόρυ, ικανός πολεμιστής.

Greek Monotonic

δουρικλειτός: και δουρι-κλῠτός, -όν, φημισμένος για τη χρήση του δόρατος, ξακουστός, περίφημος πολεμιστής, σε Όμηρ.

Middle Liddell

adj adj
famed for the spear, Hom.