ῥήκτης: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=riktis
|Transliteration C=riktis
|Beta Code=r(h/kths
|Beta Code=r(h/kths
|Definition=ου, ὁ, (ῥήγνυμι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[breaker]], [[render]]; of an earthquake [[that breaks the earth into fissures]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>396a5</span>, <span class="bibl">Lyd.<span class="title">Ost.</span>54</span>.</span>
|Definition=ῥήκτου, ὁ, ([[ῥήγνυμι]]) [[breaker]], [[render]]; of an earthquake [[that breaks the earth into fissures]], Arist.''Mu.''396a5, Lyd.''Ost.''54.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0840.png Seite 840]] ὁ, der Zerreißer, Zerbrecher, Spalter; dah. ein Erdbeben, das die Erde spaltet und einen Erdfall verursacht, Arist. de mund. 4, 28.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0840.png Seite 840]] ὁ, der Zerreißer, Zerbrecher, Spalter; dah. ein Erdbeben, das die Erde spaltet und einen Erdfall verursacht, Arist. de mund. 4, 28.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥήκτης:''' ου adj. m разрывающий, т. е. создающий трещины в земной коре (ὁ [[σεισμός]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ῥήκτης]], ΝΑ<br />(για σεισμό) αυτός που επιφέρει στη γη ρήγματα<br /><b>νεοελλ.</b><br />ρηκτική [[οβίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> απαθή [[βαθμίδα]] <i>ῥηγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>της</i>. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον Ναυτικόν</i>].
|mltxt=ο / [[ῥήκτης]], ΝΑ<br />(για σεισμό) αυτός που επιφέρει στη γη ρήγματα<br /><b>νεοελλ.</b><br />ρηκτική [[οβίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> απαθή [[βαθμίδα]] <i>ῥηγ</i>- του [[ῥήγνυμι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>της</i>. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο <i>Ονοματολόγιον Ναυτικόν</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥήκτης:''' ου adj. m разрывающий, т. е. создающий трещины в земной коре (ὁ [[σεισμός]] Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥήκτης Medium diacritics: ῥήκτης Low diacritics: ρήκτης Capitals: ΡΗΚΤΗΣ
Transliteration A: rhḗktēs Transliteration B: rhēktēs Transliteration C: riktis Beta Code: r(h/kths

English (LSJ)

ῥήκτου, ὁ, (ῥήγνυμι) breaker, render; of an earthquake that breaks the earth into fissures, Arist.Mu.396a5, Lyd.Ost.54.

German (Pape)

[Seite 840] ὁ, der Zerreißer, Zerbrecher, Spalter; dah. ein Erdbeben, das die Erde spaltet und einen Erdfall verursacht, Arist. de mund. 4, 28.

Russian (Dvoretsky)

ῥήκτης: ου adj. m разрывающий, т. е. создающий трещины в земной коре (ὁ σεισμός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥήκτης: -ου, ὁ, (ῥήγνυμι) ὁ ῥήσσων, διαρρηγνύς· ἐπὶ σεισμοῦ σχίζοντος τὴν γῆν εἰς ῥήγματα καὶ χάσματα, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 30.

Greek Monolingual

ο / ῥήκτης, ΝΑ
(για σεισμό) αυτός που επιφέρει στη γη ρήγματα
νεοελλ.
ρηκτική οβίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ῥήγνυμι + επίθημα -της. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].