κυκνίας: Difference between revisions

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyknias
|Transliteration C=kyknias
|Beta Code=kukni/as
|Beta Code=kukni/as
|Definition=<b class="b3">ἀετός, ὁ</b>, a kind of <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[white eagle]], <span class="bibl">Paus.8.17.3</span>.</span>
|Definition=[[ἀετός]], ὁ, a kind of [[white eagle]], Paus.8.17.3.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυκνίας]], ὁ (AM, Μ και κυκνέας)<br />[[είδος]] αετού όμοιου στη [[λευκότητα]] με κύκνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κύκν</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καρκιν</i>-<i>ίας</i>, <i>κοχλ</i>-<i>ίας</i>). Ο [[αετός]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του λευκού χρώματός του].
|mltxt=[[κυκνίας]], ὁ (AM, Μ και κυκνέας)<br />[[είδος]] αετού όμοιου στη [[λευκότητα]] με κύκνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κύκν</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[καρκινίας]], [[κοχλίας]]). Ο [[αετός]] ονομάστηκε [[έτσι]] λόγω του λευκού χρώματός του].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, [[ἀετός]], <i>der [[weiße]] [[Adler]], [[Schwanenadler]]</i>, Paus. 8.17.3.
}}
}}

Latest revision as of 12:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνίας Medium diacritics: κυκνίας Low diacritics: κυκνίας Capitals: ΚΥΚΝΙΑΣ
Transliteration A: kyknías Transliteration B: kyknias Transliteration C: kyknias Beta Code: kukni/as

English (LSJ)

ἀετός, ὁ, a kind of white eagle, Paus.8.17.3.

Greek (Liddell-Scott)

κυκνίας: ἀετός, ὁ, εἶδος λευκοῦ ἀετοῦ, Παυσ. 8. 17, 3.

Greek Monolingual

κυκνίας, ὁ (AM, Μ και κυκνέας)
είδος αετού όμοιου στη λευκότητα με κύκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκν-ος + κατάλ. -ίας (πρβλ. καρκινίας, κοχλίας). Ο αετός ονομάστηκε έτσι λόγω του λευκού χρώματός του].

German (Pape)

ὁ, ἀετός, der weiße Adler, Schwanenadler, Paus. 8.17.3.