μυλίτης: Difference between revisions
From LSJ
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mylitis | |Transliteration C=mylitis | ||
|Beta Code=muli/ths | |Beta Code=muli/ths | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> = [[μυλίας]], [[λίθος]] Gal.10.958,19.118, Procop.''Aed.''2.5.4.<br><span class="bld">II</span> [[molar tooth]], Gal.14.722. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A = μυλίας, λίθος Gal.10.958,19.118, Procop.Aed.2.5.4.
II molar tooth, Gal.14.722.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, = μυλίας, – a) λίθος, Mühlstein, Hdn. 3, 1, 14. – b) ὀδούς, Backenzahn, wie μύλακροι.
Greek (Liddell-Scott)
μῠλίτης: -ου, ὁ, = μυλίας, Γαλην. ΙΙ, 96Α. ― μ. ὀδούς, τραπεζίτης, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 82.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μυλίτης)
1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μύλη, σε μυλόπετρα («μυλίτης λίθος»)
2. τραπεζίτης, γομφίος
νεοελλ.
1. ο λίθος από τον οποίο κατασκευάζονται οι μυλόπετρες
2. μυλόπετρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλη + επίθημα -ίτης (πρβλ. στυλ-ίτης)].