πνευμάτιος: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pnevmatios
|Transliteration C=pnevmatios
|Beta Code=pneuma/tios
|Beta Code=pneuma/tios
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[portending wind]], σελήνη <span class="bibl">Arat.785</span>.</span>
|Definition=η, ον, [[portending wind]], σελήνη Arat.785.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[πνεύμα]], -<i>ατος]]<br /><b>1.</b> αυτός που προμηνύει άνεμο («Σελήνη λεπτὴ καί... ἐρευθὴς πνευματίη», Αρατ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[πνευμάτιον]]<br />α) σύντομη ζωή<br />β) μικρή, ελαφριά [[αναπνοή]]<br />γ) το ελαφρύ [[φούσκωμα]]<br />δ) ελαφριά [[αύρα]].
|mltxt=-ον, Α [[πνεύμα]], -ατος<br /><b>1.</b> αυτός που προμηνύει άνεμο («Σελήνη λεπτὴ καί... ἐρευθὴς πνευματίη», Αρατ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[πνευμάτιον]]<br />α) σύντομη ζωή<br />β) μικρή, ελαφριά [[αναπνοή]]<br />γ) το ελαφρύ [[φούσκωμα]]<br />δ) ελαφριά [[αύρα]].
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνευμᾰτιος Medium diacritics: πνευμάτιος Low diacritics: πνευμάτιος Capitals: ΠΝΕΥΜΑΤΙΟΣ
Transliteration A: pneumátios Transliteration B: pneumatios Transliteration C: pnevmatios Beta Code: pneuma/tios

English (LSJ)

η, ον, portending wind, σελήνη Arat.785.

German (Pape)

[Seite 640] auch zweier Endgn, windig, dem Winde ausgesetzt, Wind bringend, Arat. Dios. 53.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμάτιος: -α, -ον, ἀνεμώδης, ἄνεμον προμηνύων, Ἄρατ. 785.

Greek Monolingual

-ον, Α πνεύμα, -ατος
1. αυτός που προμηνύει άνεμο («Σελήνη λεπτὴ καί... ἐρευθὴς πνευματίη», Αρατ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πνευμάτιον
α) σύντομη ζωή
β) μικρή, ελαφριά αναπνοή
γ) το ελαφρύ φούσκωμα
δ) ελαφριά αύρα.