ξηροβατικός: Difference between revisions
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksirovatikos | |Transliteration C=ksirovatikos | ||
|Beta Code=chrobatiko/s | |Beta Code=chrobatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ξηροβατική, ξηροβατικόν, [[walking on dry ground]], of land-animals, opp. [[ἔνυδρος]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 264d; of birds, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''559a20. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0279.png Seite 279]] ή, όν, auf dem Trocknen gehend, | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0279.png Seite 279]] ή, όν, auf dem Trocknen gehend, <span class="ggns">Gegensatz</span> [[ἔνυδρος]], Plat. Polit. 264 d. S. das Folgde. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ξηροβᾰτικός:''' [[ходящий по сухой почве]] (ὄρνιθες Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ξηροβατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξηροβατικά</i><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] τών ωδικών πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />(για χερσαία ζώα) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να βαδίζει στην [[ξηρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βατικός</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>υγρο</i>-<i>βατικός</i>. Η λ. στη Νέα Ελληνική ως [[επιστημονικός]] όρος μαρτυρείται από το 1861 στον Ηρ. Μητσόπουλο]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ξηροβατικός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ξηροβατικά</i><br /><b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] τών ωδικών πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />(για χερσαία ζώα) αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] να βαδίζει στην [[ξηρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βατικός</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[βάτης]] <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>υγρο</i>-<i>βατικός</i>. Η λ. στη Νέα Ελληνική ως [[επιστημονικός]] όρος μαρτυρείται από το 1861 στον Ηρ. Μητσόπουλο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 24 November 2023
English (LSJ)
ξηροβατική, ξηροβατικόν, walking on dry ground, of land-animals, opp. ἔνυδρος, Pl.Plt. 264d; of birds, Arist.HA559a20.
German (Pape)
[Seite 279] ή, όν, auf dem Trocknen gehend, Gegensatz ἔνυδρος, Plat. Polit. 264 d. S. das Folgde.
Russian (Dvoretsky)
ξηροβᾰτικός: ходящий по сухой почве (ὄρνιθες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ξηροβᾰτικός: -ή, -όν, ὁ περιπατῶν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐπὶ τῶν χερσαίων ζῴων, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔνυδρος, Πλάτ. Πολιτ. 264D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ξηροβατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηροβατικά
ζωολ. παλαιότερη ονομασία τών ωδικών πτηνών
αρχ.
(για χερσαία ζώα) αυτός που έχει την ιδιότητα να βαδίζει στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -βατικός (< -βάτης < βαίνω), πρβλ. υγρο-βατικός. Η λ. στη Νέα Ελληνική ως επιστημονικός όρος μαρτυρείται από το 1861 στον Ηρ. Μητσόπουλο].