Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παχύστομος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pachystomos
|Transliteration C=pachystomos
|Beta Code=paxu/stomos
|Beta Code=paxu/stomos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[thick at the brim]], κώθων <span class="bibl">Henioch.1</span> ; [[with a large mouth]], of the oyster, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>304</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> metaph., [[speaking with a broad accent]], <b class="b3">π. ἢ τραχύστομοι</b>, of the <b class="b3">Κᾶρες βαρβαρόφωνοι</b>, <span class="bibl">Str.14.2.28</span> :—hence πᾰχυ-στομέω, πᾰχυ-στομία, ibid.</span>
|Definition=παχύστομον,<br><span class="bld">A</span> [[thick at the brim]], [[κώθων]] Henioch.1; [[with a large mouth]], of the [[oyster]], Arist.''Fr.''304.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[speaking with a broad accent]], <b class="b3">π. ἢ τραχύστομοι</b>, of the <b class="b3">Κᾶρες βαρβαρόφωνοι</b>, Str.14.2.28:—hence [[παχυστομέω]], [[παχυστομία]], ibid.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0540.png Seite 540]] 1) mit dickem od. breitem Munde von einem Pokale mit breitem, lippenähnlichem Rande oder weiter Mündung, Henioch. bei Athen XI, 483 e. – 2) übertragen: breit, grob aussprechend, Strab.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0540.png Seite 540]] 1) mit dickem od. breitem Munde von einem Pokale mit breitem, lippenähnlichem Rande oder weiter Mündung, Henioch. bei Athen XI, 483 e. – 2) übertragen: breit, grob aussprechend, Strab.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i> <b>1</b> qui a une large ouverture (huître);<br /><b>2</b> [[au bord épais]] <i>en parl. d'un vase</i>;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> dont la parole est épaisse <i>ou</i> rude.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]], [[στόμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰχύστομος:''' широкоротый, т. е. с широким отверстием ([[ὄστρεον]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰχύστομος''': -ον, ὁ κατὰ τὸ [[στόμα]], τὸ [[χεῖλος]] [[παχύς]], ἴδε ἐν λ. [[κώθων]]· - ὁ ἔχων μέγα [[στόμα]], ἐπὶ τοῦ ὀστρέου, τὸ δὲ [[ὄστρεον]] παχύστομον δίθυρον καὶ λειόστρακον Ἀριστ. Ἀποσπ. 287. ΙΙ. μεταφορ., ὁ προφέρων τὰς λέξεις [[μετὰ]] παχείας τραχύτητος, ἐπὶ τῶν δυσεκφόρως καὶ σκληρῶς καὶ [[τραχέως]] λαλούντων, καὶ [[μάλιστα]] ἐπὶ βαρβάρων, παχυστόμους καὶ τραχυστόμους Στράβ. 662, πρβλ. Εὐστ. 367. 30· - [[ἐντεῦθεν]] παχυστομέω, παχυστομία, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''πᾰχύστομος''': -ον, ὁ κατὰ τὸ [[στόμα]], τὸ [[χεῖλος]] [[παχύς]], ἴδε ἐν λ. [[κώθων]]· - ὁ ἔχων μέγα [[στόμα]], ἐπὶ τοῦ ὀστρέου, τὸ δὲ [[ὄστρεον]] παχύστομον δίθυρον καὶ λειόστρακον Ἀριστ. Ἀποσπ. 287. ΙΙ. μεταφορ., ὁ προφέρων τὰς λέξεις μετὰ παχείας τραχύτητος, ἐπὶ τῶν δυσεκφόρως καὶ σκληρῶς καὶ [[τραχέως]] λαλούντων, καὶ [[μάλιστα]] ἐπὶ βαρβάρων, παχυστόμους καὶ τραχυστόμους Στράβ. 662, πρβλ. Εὐστ. 367. 30· - [[ἐντεῦθεν]] παχυστομέω, παχυστομία, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>au pr.</i> <b>1</b> qui a une large ouverture (huître);<br /><b>2</b> au bord épais <i>en parl. d’un vase</i>;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> dont la parole est épaisse <i>ou</i> rude.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]], [[στόμα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰχύστομος:''' -ον, αυτός που μιλάει χοντροκομμένα ή απότομα, σε Στράβ.
|lsmtext='''πᾰχύστομος:''' -ον, αυτός που μιλάει χοντροκομμένα ή απότομα, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰχύστομος:''' широкоротый, т. е. с широким отверстием ([[ὄστρεον]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰχύ-στομος, ον,<br />[[speaking]] [[broad]] or roughly, Strab.
|mdlsjtxt=πᾰχύ-στομος, ον,<br />[[speaking]] [[broad]] or roughly, Strab.
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύστομος Medium diacritics: παχύστομος Low diacritics: παχύστομος Capitals: ΠΑΧΥΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: pachýstomos Transliteration B: pachystomos Transliteration C: pachystomos Beta Code: paxu/stomos

English (LSJ)

παχύστομον,
A thick at the brim, κώθων Henioch.1; with a large mouth, of the oyster, Arist.Fr.304.
II metaph., speaking with a broad accent, π. ἢ τραχύστομοι, of the Κᾶρες βαρβαρόφωνοι, Str.14.2.28:—hence παχυστομέω, παχυστομία, ibid.

German (Pape)

[Seite 540] 1) mit dickem od. breitem Munde von einem Pokale mit breitem, lippenähnlichem Rande oder weiter Mündung, Henioch. bei Athen XI, 483 e. – 2) übertragen: breit, grob aussprechend, Strab.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. au pr. 1 qui a une large ouverture (huître);
2 au bord épais en parl. d'un vase;
II. fig. dont la parole est épaisse ou rude.
Étymologie: παχύς, στόμα.

Russian (Dvoretsky)

πᾰχύστομος: широкоротый, т. е. с широким отверстием (ὄστρεον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύστομος: -ον, ὁ κατὰ τὸ στόμα, τὸ χεῖλος παχύς, ἴδε ἐν λ. κώθων· - ὁ ἔχων μέγα στόμα, ἐπὶ τοῦ ὀστρέου, τὸ δὲ ὄστρεον παχύστομον δίθυρον καὶ λειόστρακον Ἀριστ. Ἀποσπ. 287. ΙΙ. μεταφορ., ὁ προφέρων τὰς λέξεις μετὰ παχείας τραχύτητος, ἐπὶ τῶν δυσεκφόρως καὶ σκληρῶς καὶ τραχέως λαλούντων, καὶ μάλιστα ἐπὶ βαρβάρων, παχυστόμους καὶ τραχυστόμους Στράβ. 662, πρβλ. Εὐστ. 367. 30· - ἐντεῦθεν παχυστομέω, παχυστομία, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.

Greek Monolingual

-η, -ο / παχύστομος, -ον, ΝΑ
1. (για φιάλη) αυτός που έχει πλατύ και χειλοειδές στόμιο, πλατύστομος
2. (για πρόσ.) μτφ. (ιδίως για βαρβάρους) αυτός που προφέρει τις λέξεις με παχιά, τραχιά προφορά
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλατύ στόμα με σαρκώδη χείλη
2. (για ζώα) πλατύστομος, αυτός που έχει πλατύ και χειλοειδές στόμα
αρχ.
(για μαλάκια) αυτός που έχει μεγάλο στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -στομος (< στόμα), πρβλ. λεπτό-στομος].

Greek Monotonic

πᾰχύστομος: -ον, αυτός που μιλάει χοντροκομμένα ή απότομα, σε Στράβ.

Middle Liddell

πᾰχύ-στομος, ον,
speaking broad or roughly, Strab.