σκαμωνία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skamonia
|Transliteration C=skamonia
|Beta Code=skamwni/a
|Beta Code=skamwni/a
|Definition=σκαμώνειον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[σκαμμωνία]].</span>
|Definition=[[σκαμώνειον]], v. [[σκαμμωνία]] ([[scammony]]).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[ονομασία]] φυτού [[κατά]] τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η [[σκαμμωνία]] και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή [[σήμερα]] [[περικοκλάδα]] ή [[περιπλοκάδα]], από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. [[σκαμμώνιο]](ν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ωνία</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]] (<b>πρβλ.</b> <i>μαδ</i>-<i>ωνία</i>)].
|mltxt=η, ΝΑ<br />[[ονομασία]] φυτού [[κατά]] τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η [[σκαμμωνία]] και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή [[σήμερα]] [[περικοκλάδα]] ή [[περιπλοκάδα]], από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. [[σκαμμώνιο]](ν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ωνία</i>, που απαντά και σε άλλα ον. [[φυτών]] ([[πρβλ]]. [[μαδωνία]])].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">kind of scammony, Convulvulus scammonia</b> (Eub., Arist.)<br />Other forms: Also <b class="b3">ἀσκαμωνία</b> (Gp.)<br />Derivatives: <b class="b3">-ώνιον</b> (Nic. Al. 565) [[juice of this plant]], <b class="b3">-νίτης οἶνος</b> (Dsc., Plin.), also <b class="b3">κάμων</b> (Nic. Al. 484).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)<br />Etymology: To be rejected Carnoy REGr. 71, 99; on the formation Chantraine Form. 208. -- The variants prove a Pre-Greek word.<br />See also: (Not to [[κύμινον]].)
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: kind of [[scammony]], [[Convolvulus scammonia]] (Eub., Arist.)<br />Other forms: Also [[ἀσκαμωνία]] (Gp.)<br />Derivatives: <b class="b3">σκαμώνιον</b> (Nic. Al. 565) [[juice]] of this plant, <b class="b3">σκαμωνίτης οἶνος</b> (Dsc., Plin.), also [[κάμων]] (Nic. Al. 484).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)<br />Etymology: To be rejected Carnoy REGr. 71, 99; on the formation Chantraine Form. 208. -- The variants prove a Pre-Greek word.<br />See also: (Not to [[κύμινον]].)
}}
{{trml
|trtx====[[scammony]]===
Arabic: سَقَمُونِيَا; Catalan: escamònia; Finnish: alepponkierto; German: [[Purgierkraut]], [[Purgierwinde]]; Ancient Greek: [[ἀσκαμωνία]], [[δακρύδιον]], [[δάκρυα κάμωνος]], [[κάμων]], [[σκαμώνειον]], [[σκαμμώνιον]], [[σκαμωνία]], [[σκαμμωνία]], [[σκαμμωνίη]]; Italian: [[scamonea]]; Latin: [[acridium]], [[scammonea]], [[scammonia]]; Polish: socznica, powój czyszczący, powój przeczyszczający, powój żywiczny; Romanian: scamonee; Russian: [[вьюнок смолоносный]], [[скаммоний]]; Serbo-Croatian: divlji ladolež, ladolež; Spanish: [[escamonea]]; Swedish: hartsvinda; Ukrainian: берізка смолоносна; Welsh: cynghafog y Dwyrain
}}
}}

Latest revision as of 13:31, 8 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμωνία Medium diacritics: σκαμωνία Low diacritics: σκαμωνία Capitals: ΣΚΑΜΩΝΙΑ
Transliteration A: skamōnía Transliteration B: skamōnia Transliteration C: skamonia Beta Code: skamwni/a

English (LSJ)

σκαμώνειον, v. σκαμμωνία (scammony).

German (Pape)

[Seite 889] ἡ, eine Pflanze, eine Art Winde, aus deren Wurzel ein abführender Saft bereitet ward, ὀπός, Antiphan. b. Ath. I, 28 c; Diosc.; bei Nic. auch κάμων.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
ονομασία φυτού κατά τον Θεόφραστο και τον Διοσκορίδη, γνωστού αργότερα με τις λόγιες ονομασίες Κομβόλβουλος η σκαμμωνία και περιαλλόκαυλον, η κν. γνωστή σήμερα περικοκλάδα ή περιπλοκάδα, από το οποίο λαμβανόταν η φερώνυμη κομμεορητίνη, την οποία παλαιότερα χρησιμοποιούσαν ως δραστικό καθαρτικό, αλλ. σκαμμώνιο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. σημιτικής προέλευσης, η οποία εμφανίζει επίθημα -ωνία, που απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. μαδωνία)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: kind of scammony, Convolvulus scammonia (Eub., Arist.)
Other forms: Also ἀσκαμωνία (Gp.)
Derivatives: σκαμώνιον (Nic. Al. 565) juice of this plant, σκαμωνίτης οἶνος (Dsc., Plin.), also κάμων (Nic. Al. 484).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: To be rejected Carnoy REGr. 71, 99; on the formation Chantraine Form. 208. -- The variants prove a Pre-Greek word.
See also: (Not to κύμινον.)

Translations

scammony

Arabic: سَقَمُونِيَا; Catalan: escamònia; Finnish: alepponkierto; German: Purgierkraut, Purgierwinde; Ancient Greek: ἀσκαμωνία, δακρύδιον, δάκρυα κάμωνος, κάμων, σκαμώνειον, σκαμμώνιον, σκαμωνία, σκαμμωνία, σκαμμωνίη; Italian: scamonea; Latin: acridium, scammonea, scammonia; Polish: socznica, powój czyszczący, powój przeczyszczający, powój żywiczny; Romanian: scamonee; Russian: вьюнок смолоносный, скаммоний; Serbo-Croatian: divlji ladolež, ladolež; Spanish: escamonea; Swedish: hartsvinda; Ukrainian: берізка смолоносна; Welsh: cynghafog y Dwyrain