πολύγαμος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πολῠγᾰμος
|Full diacritics=πολῠ́γᾰμος
|Medium diacritics=πολύγαμος
|Medium diacritics=πολύγαμος
|Low diacritics=πολύγαμος
|Low diacritics=πολύγαμος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polygamos
|Transliteration C=polygamos
|Beta Code=polu/gamos
|Beta Code=polu/gamos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">often-married</b>, or, [[living in polygamy]], <span class="bibl">Poll.3.48</span>, <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>183</span>.</span>
|Definition=πολύγαμον, [[often-married]], or, [[living in polygamy]], Poll.3.48, Ptol.''Tetr.''183.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύγᾰμος''': -ον, ὁ [[πολλάκις]] εἰς γάμον ἐλθών, ἢ ἔχων πολλὰς γυναῖκας, ζῶν ἐν πολυγαμίᾳ, [[Πολυδ]]. Γ΄, 48· ― πολυγᾰμέω, ζῶ ἐν πολυγαμίᾳ, ἔχω πολλὰς γυναῖκας, Ἐκκλ.
|lstext='''πολύγᾰμος''': -ον, ὁ [[πολλάκις]] εἰς γάμον ἐλθών, ἢ ἔχων πολλὰς γυναῖκας, ζῶν ἐν πολυγαμίᾳ, Πολυδ. Γ΄, 48· ― πολυγᾰμέω, ζῶ ἐν πολυγαμίᾳ, ἔχω πολλὰς γυναῖκας, Ἐκκλ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />/ [[πολύγαμος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συγχρόνως πολλές συζύγους<br /><b>2.</b> (για άνδρα) παντρεμένος πολλές φορές<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]])<br /><b>1.</b> αυτή που έχει συγχρόνως πολλούς συζύγους<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) παντρεμένη πολλές φορές<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πολύγαμο [[φυτό]]» — [[φυτό]] του οποίου ένα [[άτομο]] φέρει τόσο ερμαφρόδιτα όσο και μονογενή [[άνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>γαμος</i>). Η λ., ως [[επιστημονικός]] όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polygamous</i>].
|mltxt=-η, -ο<br />/ [[πολύγαμος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει συγχρόνως πολλές συζύγους<br /><b>2.</b> (για άνδρα) παντρεμένος πολλές φορές<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[γυναίκα]])<br /><b>1.</b> αυτή που έχει συγχρόνως πολλούς συζύγους<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) παντρεμένη πολλές φορές<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πολύγαμο [[φυτό]]» — [[φυτό]] του οποίου ένα [[άτομο]] φέρει τόσο ερμαφρόδιτα όσο και μονογενή [[άνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γάμος]] ([[πρβλ]]. [[μονόγαμος]]). Η λ., ως [[επιστημονικός]] όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>polygamous</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́γᾰμος Medium diacritics: πολύγαμος Low diacritics: πολύγαμος Capitals: ΠΟΛΥΓΑΜΟΣ
Transliteration A: polýgamos Transliteration B: polygamos Transliteration C: polygamos Beta Code: polu/gamos

English (LSJ)

πολύγαμον, often-married, or, living in polygamy, Poll.3.48, Ptol.Tetr.183.

German (Pape)

[Seite 660] oft verheirathet, ein Mann, welcher mehrere Frauen, und eine Frau, welche mehrere Männer nimmt, Sp., vgl. Poll.

Greek (Liddell-Scott)

πολύγᾰμος: -ον, ὁ πολλάκις εἰς γάμον ἐλθών, ἢ ἔχων πολλὰς γυναῖκας, ζῶν ἐν πολυγαμίᾳ, Πολυδ. Γ΄, 48· ― πολυγᾰμέω, ζῶ ἐν πολυγαμίᾳ, ἔχω πολλὰς γυναῖκας, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-η, -ο
/ πολύγαμος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει συγχρόνως πολλές συζύγους
2. (για άνδρα) παντρεμένος πολλές φορές
νεοελλ.
(για γυναίκα)
1. αυτή που έχει συγχρόνως πολλούς συζύγους
2. (για γυναίκα) παντρεμένη πολλές φορές
3. φρ. «πολύγαμο φυτό» — φυτό του οποίου ένα άτομο φέρει τόσο ερμαφρόδιτα όσο και μονογενή άνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γάμος (πρβλ. μονόγαμος). Η λ., ως επιστημονικός όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. polygamous].