ἄχρωμος: Difference between revisions
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
(3) |
mNo edit summary |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=achromos | |Transliteration C=achromos | ||
|Beta Code=a)/xrwmos | |Beta Code=a)/xrwmos | ||
|Definition= | |Definition=ἄχρωμον, = [[ἀχρώματος]] ([[colourless]], [[colorless]], [[unblushing]], [[shameless]]) 2, Hp. ''Epid.'' 7.122, Artem. 4.44 ; Comp., οὐδὲν ἀχρωμότερον Hierocl. ''Facet.'' 203 ; — hence ''Subst.'' [[ἀχρωμία]], ἡ, ''Glossaria''. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[que no se ruboriza]], [[desvergonzado]] ἦν γὰρ αὐτῷ ἡ ἐργασία ἄ. Artem.4.42, cf. Hp.<i>Epid</i>.7.122, Fortunat.<i>Rh</i>.83.20, Hierocl.<i>Facet</i>.203. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0420.png Seite 420]] 1) dasselbe. – 2) [[schamlos]], [[πορνείη]] Hippocr., wie [[ἐργασία]] [[ἄχρωμος]] Artemid. 4, 42. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄχρωμος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων [[χρῶμα]], μὴ ἐρυθριῶν, [[ἀναίσχυντος]], Ἱππ. 1240D· [[ἀναιδής]], Σουΐδ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄχρωμος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[χρώμα]]<br /><b>2.</b> [[ωχρός]], ξεθωριασμένος<br /><b>3.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει έντονο χαρακτήρα ή χαρακτηριστικά, [[ασήμαντος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />όποιος δεν κοκκινίζει από [[ντροπή]], [[ανερυθρίαστος]], [[αναιδής]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 23:57, 4 November 2024
English (LSJ)
ἄχρωμον, = ἀχρώματος (colourless, colorless, unblushing, shameless) 2, Hp. Epid. 7.122, Artem. 4.44 ; Comp., οὐδὲν ἀχρωμότερον Hierocl. Facet. 203 ; — hence Subst. ἀχρωμία, ἡ, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ον
que no se ruboriza, desvergonzado ἦν γὰρ αὐτῷ ἡ ἐργασία ἄ. Artem.4.42, cf. Hp.Epid.7.122, Fortunat.Rh.83.20, Hierocl.Facet.203.
German (Pape)
[Seite 420] 1) dasselbe. – 2) schamlos, πορνείη Hippocr., wie ἐργασία ἄχρωμος Artemid. 4, 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἄχρωμος: -ον, ὁ μὴ ἔχων χρῶμα, μὴ ἐρυθριῶν, ἀναίσχυντος, Ἱππ. 1240D· ἀναιδής, Σουΐδ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄχρωμος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει χρώμα
2. ωχρός, ξεθωριασμένος
3. εκείνος που δεν έχει έντονο χαρακτήρα ή χαρακτηριστικά, ασήμαντος
αρχ.-μσν.
όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αναιδής.