προόδους: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proodous | |Transliteration C=proodous | ||
|Beta Code=proo/dous | |Beta Code=proo/dous | ||
|Definition=οντος, ὁ, ἡ, | |Definition=οντος, ὁ, ἡ, [[with prominent teeth]], Poll.2.96 cod.A: also [[προόδων]], Phot., Eust.1872.33; written προώδων Phryn. ''PS''p.101 B. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προόδους''': όντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων προέχοντας ὀδόντας, | |lstext='''προόδους''': όντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων προέχοντας ὀδόντας, Πολυδ. Β΄, 96. ― [[ὡσαύτως]] [[προώδων]], -οντος, Α. Β. 58, κτλ.· προόδων Εὐστ. 1872. 33, Φώτ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 248. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-οντος, ο, η, ΝΑ<br />αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν [[προς]] τα [[εμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], -<i>όντος</i> ( | |mltxt=-οντος, ο, η, ΝΑ<br />αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν [[προς]] τα [[εμπρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδούς]], -<i>όντος</i> ([[πρβλ]]. [[μονόδους]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:13, 25 August 2023
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ, with prominent teeth, Poll.2.96 cod.A: also προόδων, Phot., Eust.1872.33; written προώδων Phryn. PSp.101 B.
German (Pape)
[Seite 737] οντος, mit vorstehenden Zähnen, Poll. 2, 96; s. auch προώδων.
Greek (Liddell-Scott)
προόδους: όντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων προέχοντας ὀδόντας, Πολυδ. Β΄, 96. ― ὡσαύτως προώδων, -οντος, Α. Β. 58, κτλ.· προόδων Εὐστ. 1872. 33, Φώτ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 248.
Greek Monolingual
-οντος, ο, η, ΝΑ
αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὀδούς, -όντος (πρβλ. μονόδους)].