τριχίας: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trichias
|Transliteration C=trichias
|Beta Code=trixi/as
|Beta Code=trixi/as
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[one that is hairy]], <span class="bibl">Poll.4.148</span> sq. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[a smaller kind of]] <b class="b3">τριχίς</b>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>598b12</span>, <span class="bibl">Mnesim.4.38</span> (anap.), Dorio ap.<span class="bibl">Ath. 7.328e</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> an unlucky throw of the dice, <span class="bibl">Poll.7.204</span>.</span>
|Definition=-ου, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[one that is hairy]], Poll.4.148 sq.<br><span class="bld">II</span> [[a smaller kind of]] [[τριχίς]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''598b12, Mnesim.4.38 (anap.), Dorio ap.Ath. 7.328e.<br><span class="bld">III</span> an unlucky throw of the dice, Poll.7.204.
}}
{{pape
|ptext=<b class="num">1</b> ὁ, <i>der [[Haarige]], [[Behaarte]]</i>, Poll. 4.148.<br /><b class="num">2</b> ὁ, = [[τριχίς]]; Arist. <i>H.A</i>. 8.13; Dorio und Nicochar. bei Ath. VII.328e; Poll. 2.24.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐχίας:''' ου ὁ Arst. = [[τριχίς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῐχίας''': -ου, ὁ, ὁ τετριχωμένος, «τὰ δὲ δούλων πρόσωπα κωμικά, ... [[κάτω]] [[τριχίας]] ἢ [[κάτω]] τετριχωμένος» [[Πολυδ]]. Δ΄, 148 κἑξ. ΙΙ. μικρότερον [[εἶδος]] τοῦ ἰχθύος [[τριχίς]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 328Ε. ΙΙΙ. εἷς ἐκ τῶν φαύλων βόλων ἐν τῇ κυβείᾳ, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 204.
|lstext='''τρῐχίας''': -ου, ὁ, ὁ τετριχωμένος, «τὰ δὲ δούλων πρόσωπα κωμικά, ... [[κάτω]] [[τριχίας]] ἢ [[κάτω]] τετριχωμένος» Πολυδ. Δ΄, 148 κἑξ. ΙΙ. μικρότερον [[εἶδος]] τοῦ ἰχθύος [[τριχίς]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 328Ε. ΙΙΙ. εἷς ἐκ τῶν φαύλων βόλων ἐν τῇ κυβείᾳ, Πολυδ. Ζ΄, 204.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[είδος]] μικρής σαρδέλας, κν. τριχιάς ή [[φρίσσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>2.</b> μια από τις αποτυχημένες ζαριές στο [[παιχνίδι]] [[κυβεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>καρχαρ</i>-<i>ίας</i>)].
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[είδος]] μικρής σαρδέλας, κν. τριχιάς ή [[φρίσσα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τριχωτός]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>2.</b> μια από τις αποτυχημένες ζαριές στο [[παιχνίδι]] [[κυβεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[καρχαρίας]])].
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐχίας:''' ου ὁ Arst. = [[τριχίς]].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐχίας Medium diacritics: τριχίας Low diacritics: τριχίας Capitals: ΤΡΙΧΙΑΣ
Transliteration A: trichías Transliteration B: trichias Transliteration C: trichias Beta Code: trixi/as

English (LSJ)

-ου, ὁ,
A one that is hairy, Poll.4.148 sq.
II a smaller kind of τριχίς, Arist.HA598b12, Mnesim.4.38 (anap.), Dorio ap.Ath. 7.328e.
III an unlucky throw of the dice, Poll.7.204.

German (Pape)

1 ὁ, der Haarige, Behaarte, Poll. 4.148.
2 ὁ, = τριχίς; Arist. H.A. 8.13; Dorio und Nicochar. bei Ath. VII.328e; Poll. 2.24.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχίας: ου ὁ Arst. = τριχίς.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχίας: -ου, ὁ, ὁ τετριχωμένος, «τὰ δὲ δούλων πρόσωπα κωμικά, ... κάτω τριχίαςκάτω τετριχωμένος» Πολυδ. Δ΄, 148 κἑξ. ΙΙ. μικρότερον εἶδος τοῦ ἰχθύος τριχίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 13, 10, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 38, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 328Ε. ΙΙΙ. εἷς ἐκ τῶν φαύλων βόλων ἐν τῇ κυβείᾳ, Πολυδ. Ζ΄, 204.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
είδος μικρής σαρδέλας, κν. τριχιάς ή φρίσσα
αρχ.
1. τριχωτός, μαλλιαρός
2. μια από τις αποτυχημένες ζαριές στο παιχνίδι κυβεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + επίθημα -ίας (πρβλ. καρχαρίας)].