ἀβδέλυκτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=avdelyktos | |Transliteration C=avdelyktos | ||
|Beta Code=a)bde/luktos | |Beta Code=a)bde/luktos | ||
|Definition= | |Definition=ἀβδέλυκτον, ([[βδελύσσω]]) [[not to be abominated]], A.''Fr.''137. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[no odioso]], [[no repugnante]] καὶ μὴν, φιλῶ [[γάρ]], ἀβδέλυκτ' ἐμοὶ τάδε en verdad, pues te amo, no me repugna esto</i> A.<i>Fr</i>.137.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. [[βδελυρός]]. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀβδέλυκτος''': ον (βδελύσσω), ὃν δὲν βδελύσσεταί τις Αἰσχύλ. ἀποσπ. 130. Ἀβδηρίτης [ῑ], -ου, ὁ, ἐξ Ἀβδήρων τῆς Θρᾴκης· [[οὕτως]] ἐκάλουν οἱ ἀρχαῖοι, ὡς καὶ [[ἡμεῖς]] νῦν, καὶ τοὺς εὐήθεις καὶ ἠλιθίους. Δημ. 218. 10: ― ἐπίθ. ἀβδηριτικός, ή, όν, ὡς Ἀβδηρίτης· ὅ ἐ. [[εὐήθης]]. Λουκ. Ἱστ. συγγρ. 2: ἀβδηρο-[[λόγος]], ον, Τατιαν. Κικ. Ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 7. 7. 4. | |lstext='''ἀβδέλυκτος''': ον (βδελύσσω), ὃν δὲν βδελύσσεταί τις Αἰσχύλ. ἀποσπ. 130. Ἀβδηρίτης [ῑ], -ου, ὁ, ἐξ Ἀβδήρων τῆς Θρᾴκης· [[οὕτως]] ἐκάλουν οἱ ἀρχαῖοι, ὡς καὶ [[ἡμεῖς]] νῦν, καὶ τοὺς εὐήθεις καὶ ἠλιθίους. Δημ. 218. 10: ― ἐπίθ. ἀβδηριτικός, ή, όν, ὡς Ἀβδηρίτης· ὅ ἐ. [[εὐήθης]]. Λουκ. Ἱστ. συγγρ. 2: ἀβδηρο-[[λόγος]], ον, Τατιαν. Κικ. Ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 7. 7. 4. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀβδέλυκτος:''' не вызывающий отвращения (τινι Aesch.). | |elrutext='''ἀβδέλυκτος:''' [[не вызывающий отвращения]] (τινι Aesch.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:18, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀβδέλυκτον, (βδελύσσω) not to be abominated, A.Fr.137.
Spanish (DGE)
-ον
no odioso, no repugnante καὶ μὴν, φιλῶ γάρ, ἀβδέλυκτ' ἐμοὶ τάδε en verdad, pues te amo, no me repugna esto A.Fr.137.
• Etimología: Cf. βδελυρός.
German (Pape)
[Seite 2] nicht verabscheuet, Aesch. Myrm. frg. 118.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβδέλυκτος: ον (βδελύσσω), ὃν δὲν βδελύσσεταί τις Αἰσχύλ. ἀποσπ. 130. Ἀβδηρίτης [ῑ], -ου, ὁ, ἐξ Ἀβδήρων τῆς Θρᾴκης· οὕτως ἐκάλουν οἱ ἀρχαῖοι, ὡς καὶ ἡμεῖς νῦν, καὶ τοὺς εὐήθεις καὶ ἠλιθίους. Δημ. 218. 10: ― ἐπίθ. ἀβδηριτικός, ή, όν, ὡς Ἀβδηρίτης· ὅ ἐ. εὐήθης. Λουκ. Ἱστ. συγγρ. 2: ἀβδηρο-λόγος, ον, Τατιαν. Κικ. Ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 7. 7. 4.
Russian (Dvoretsky)
ἀβδέλυκτος: не вызывающий отвращения (τινι Aesch.).