ἀσφυξία: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asfyksia
|Transliteration C=asfyksia
|Beta Code=a)sfuci/a
|Beta Code=a)sfuci/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[stopping of the pulse]], <span class="bibl">Aret.<span class="title">SA</span>2.11</span>; <b class="b2">pulsus amputatio</b>, opp. <b class="b3">ἀσφυγμία</b>, Cael.Aur.<span class="title">TP</span>4.3.</span>
|Definition=ἡ, [[stopping of the pulse]], Aret.''SA''2.11; [[pulsus amputatio]], opp. [[ἀσφυγμία]], Cael.Aur.''TP''4.3.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[interrupción, detención momentánea del pulso]] Aret.<i>SA</i> 2.11.6, Gal.7.63, 137, 703, 8.811, Cael.Aur.<i>TP</i> 4.3.40.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσφυξία''': ἡ, ἡ [[στάσις]] τοῦ σφυγμοῦ, Ἀρετ. π. Αιτ. Ὀξ. Παθ. 2.11.
|lstext='''ἀσφυξία''': ἡ, ἡ [[στάσις]] τοῦ σφυγμοῦ, Ἀρετ. π. Αιτ. Ὀξ. Παθ. 2.11.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[interrupción, detención momentánea del pulso]] Aret.<i>SA</i> 2.11.6, Gal.7.63, 137, 703, 8.811, Cael.Aur.<i>TP</i> 4.3.40.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀσφυξία]]) [[άσφυκτος]]<br />[[δυσχέρεια]] ἡ [[διακοπή]] της αναπνευστικής λειτουργίας, που προέρχεται από [[έλλειψη]] οξυγόνου και [[περίσσεια]] διοξειδίου του άνθρακα.
|mltxt=η (Α [[ἀσφυξία]]) [[άσφυκτος]]<br />[[δυσχέρεια]] ἡ [[διακοπή]] της αναπνευστικής λειτουργίας, που προέρχεται από [[έλλειψη]] οξυγόνου και [[περίσσεια]] διοξειδίου του άνθρακα.
}}
}}

Latest revision as of 11:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσφυξία Medium diacritics: ἀσφυξία Low diacritics: ασφυξία Capitals: ΑΣΦΥΞΙΑ
Transliteration A: asphyxía Transliteration B: asphyxia Transliteration C: asfyksia Beta Code: a)sfuci/a

English (LSJ)

ἡ, stopping of the pulse, Aret.SA2.11; pulsus amputatio, opp. ἀσφυγμία, Cael.Aur.TP4.3.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
interrupción, detención momentánea del pulso Aret.SA 2.11.6, Gal.7.63, 137, 703, 8.811, Cael.Aur.TP 4.3.40.

German (Pape)

[Seite 382] ἡ, das Aufhören des Pulsschlages, Schlagfluß, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσφυξία: ἡ, ἡ στάσις τοῦ σφυγμοῦ, Ἀρετ. π. Αιτ. Ὀξ. Παθ. 2.11.

Greek Monolingual

η (Α ἀσφυξία) άσφυκτος
δυσχέρειαδιακοπή της αναπνευστικής λειτουργίας, που προέρχεται από έλλειψη οξυγόνου και περίσσεια διοξειδίου του άνθρακα.