ὀλοφλυκτίς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oloflyktis
|Transliteration C=oloflyktis
|Beta Code=o)loflukti/s
|Beta Code=o)loflukti/s
|Definition=ίδος, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">large pimple</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.206</span> ; [[pimple on the tongue]], <span class="bibl">Myrtil.3</span>.</span>
|Definition=-ίδος, ἡ, [[large pimple]], Hp.Mul.2.206; [[pimple on the tongue]], Myrtil.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀλοφλυκτίς''': -ίδος, ἡ, [[φλύκταινα]], Ἱππ. 673. 37, «ὁλοφλυκτίδες, αἱ φλύκταιναι. οἱ δὲ περινυκτῖδες, οἱ δὲ δοθιῆνες, οἱ δὲ ἐξανθήματα ζῳϋφίοις ὅμοια» Ἐρωτιαν.· - [[φλύκταινα]] ἐπὶ τῆς γλώσσης, «τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῇ γλώττῃ [[ἑλκύδριον]] ὀλοφλυκτὶς καλεῖται ἐν τοῖς Τιτανογίγασι τοῖς Μυρτίλου» [[Πολυδ]]. Β΄, 110 (διαφορ. γραφ. ὀλοφυκτίς).
|lstext='''ὀλοφλυκτίς''': -ίδος, ἡ, [[φλύκταινα]], Ἱππ. 673. 37, «ὁλοφλυκτίδες, αἱ φλύκταιναι. οἱ δὲ περινυκτῖδες, οἱ δὲ δοθιῆνες, οἱ δὲ ἐξανθήματα ζῳϋφίοις ὅμοια» Ἐρωτιαν.· - [[φλύκταινα]] ἐπὶ τῆς γλώσσης, «τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῇ γλώττῃ [[ἑλκύδριον]] ὀλοφλυκτὶς καλεῖται ἐν τοῖς Τιτανογίγασι τοῖς Μυρτίλου» Πολυδ. Β΄, 110 (διαφορ. γραφ. ὀλοφυκτίς).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀλοφλυκτίς]] και [[ὀλοφυκτίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α) [[φλύκταινα]], [[φουσκάλα]] («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη [[ἑλκύδριον]] ὀλοφλυκτὶς καλεῑται», <b>[[Πολυδ]].</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[φλυκτίς]] «[[φουσκάλα]]». Ο τ. [[ὀλοφυκτίς]] με</i> ανομοιωτική σίγηση του -<i>λ</i>-].
|mltxt=[[ὀλοφλυκτίς]] και [[ὀλοφυκτίς]], -ίδος, ἡ (Α) [[φλύκταινα]], [[φουσκάλα]] («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη [[ἑλκύδριον]] ὀλοφλυκτὶς καλεῖται», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀλός]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[φλυκτίς]] «[[φουσκάλα]]». Ο τ. [[ὀλοφυκτίς]] με</i> ανομοιωτική σίγηση του -<i>λ</i>-].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">bladder, pustule with blood and water</b> (Hp.)<br />Other forms: <b class="b3">-φυκτίς</b> H.; <b class="b3">ὀλοφυγδών</b> or <b class="b3">-φύγγων</b><br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: From <b class="b3">ὀλός</b> and <b class="b3">φλυκτίς</b>
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[bladder]], [[pustule]] with [[blood]] and [[water]] (Hp.)<br />Other forms: [[ὀλοφυκτίς]] H.; [[ὀλοφυγδών]] or [[ὀλοφύγγων]]<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: From [[ὀλός]] and [[φλυκτίς]]
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλοφλυκτίς Medium diacritics: ὀλοφλυκτίς Low diacritics: ολοφλυκτίς Capitals: ΟΛΟΦΛΥΚΤΙΣ
Transliteration A: olophlyktís Transliteration B: olophlyktis Transliteration C: oloflyktis Beta Code: o)loflukti/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, large pimple, Hp.Mul.2.206; pimple on the tongue, Myrtil.3.

German (Pape)

[Seite 327] ίδος, ἡ, = φλύκταινα, Blatter, Blase, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοφλυκτίς: -ίδος, ἡ, φλύκταινα, Ἱππ. 673. 37, «ὁλοφλυκτίδες, αἱ φλύκταιναι. οἱ δὲ περινυκτῖδες, οἱ δὲ δοθιῆνες, οἱ δὲ ἐξανθήματα ζῳϋφίοις ὅμοια» Ἐρωτιαν.· - φλύκταινα ἐπὶ τῆς γλώσσης, «τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῇ γλώττῃ ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῖται ἐν τοῖς Τιτανογίγασι τοῖς Μυρτίλου» Πολυδ. Β΄, 110 (διαφορ. γραφ. ὀλοφυκτίς).

Greek Monolingual

ὀλοφλυκτίς και ὀλοφυκτίς, -ίδος, ἡ (Α) φλύκταινα, φουσκάλα («τὸ δὲ ἐπιγιγνόμενον τῆ γλώττη ἑλκύδριον ὀλοφλυκτὶς καλεῖται», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλός (Ι) + φλυκτίς «φουσκάλα». Ο τ. ὀλοφυκτίς με ανομοιωτική σίγηση του -λ-].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: bladder, pustule with blood and water (Hp.)
Other forms: ὀλοφυκτίς H.; ὀλοφυγδών or ὀλοφύγγων
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From ὀλός and φλυκτίς